Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Βιβλιοκριτική για το μυθιστόρημα "Έσωθεν" του Αντώνη Θαλασσέλη | Γράφει η Στέλλα Πετρίδου


«Έσωθεν»
του Αντώνη Θαλασσέλη
Έτος έκδοσης: 2024
Σελίδες: 68
ISBN: 978-618-5857-02-8
Εκδόσεις «Φιλολογική Πρωτοχρονιά»


Με μια νέα ποιητική συλλογή επιστρέφει ξανά ο ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, μουσικοσυνθέτης, εκδότης, και μουσικός παραγωγός Αντώνης Θαλασσέλης. Με καταγωγή από το Νεοχώρι ή Μπορός Πλωμαρίου Λέσβου, μα κάτοικος για πολλά χρόνια Αθηνών, η ποίησή του αποπνέει εύλογα μια αίσθηση νοσταλγική, πλημμυρισμένη από αγάπη για την αγαπημένη του γη, αυτή που τον γέννησε και τον μεγάλωσε, σε αυτήν που πάντα επιστρέφει τα καλοκαίρια του αποζητώντας τη γαλήνη της ψυχής. Το νέο του βιβλίο κυκλοφόρησε μόλις τον Ιούλιο που μας πέρασε. Φέρει τον τίτλο «Έσωθεν» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Φιλολογική Πρωτοχρονιά».

Όπως γράφει και ο ίδιος στον υπότιτλο της ποιητικής του συλλογής, τα ποιήματά του είναι ποιήματα της ψυχής του, της πατρίδας του Λέσβου και των δικών του ανθρώπων. Είναι ποιήματα που ταξιδεύουν πίσω στον χρόνο προσδοκώντας να συμπαρασύρουν και τους αναγνώστες του στο ταξίδι αυτό. Άλλωστε, το ταξίδι της ανάμνησης είναι ένα αρκετά δημοφιλές ταξίδι και πολύ συχνό. Δύσκολο να απαρνηθεί κανείς το κάλεσμά του. Σχεδόν ακατόρθωτο. Γι’ αυτό και είναι συναρπαστικό. Μελαγχολικό τις περισσότερες φορές, μα και συνάμα υπέροχο.

Ο ποιητής ξεκινά το ταξίδι του αυτό σημειώνοντας τον μεγάλο του πόθο: Θέλει να μείνει παιδί, το παιδί που κάποτε η ψυχή το γέννησε απ’ τη μήτρα του χάους. Δυστυχώς, αντιλαμβάνεται με τον καιρό ότι το παιδί αυτό μεγάλωσε πια κι αυτό που κατάφερε μεγαλώνοντας είναι να μεγαλώσει με την παρουσία του ακόμα περισσότερο και το χάος που πλέον είναι ικανό να τα σκοτώσει όλα. Κοιτάζοντας στον καθρέφτη της ψυχής του προσπαθεί να αναγνωρίσει την ταυτότητά του. Μάταια. Η αναγνώριση στο πέρασμα του χρόνου δεν είναι εύκολη διαδικασία. Επίπονη διαφαίνεται τις περισσότερες φορές, ίσως κι ανεπιτυχής. Γιατί η φθορά που τη μαστίζει αλλοιώνει την όψη της και την αρρωσταίνει. Αδυναμία η κατάληξη της προσπάθειας, ανακατεμένη με φόβο, ντροπή και αμέτρητα λάθη. Ο ποιητής αναπολεί τη χαμένη του παιδικότητα. Φέρνει στο νου τα χρόνια που έζησε και που τώρα πια δε μυρίζουν φως, δε μυρίζουν ζωή. Το πατρικό του ποιητή είναι κι αυτό ρημαγμένο. Η γειτονιά του το ίδιο. Το χωριό του επίσης. Ψυχή πουθενά. Ένας κύκλος στριφογυρίζει στη σκέψη του. Όλα κάποτε θα γίνουν ανάμνηση συλλογίζεται. Οι άνθρωποι, τα αντικείμενα, τα αισθήματα, τα σπίτια. Το ίδιο κι εκείνος για τους επόμενους που θα ’ρθουν. Μελαγχολία.

«Ένα δάκρυ κύλησε
κι ο κόμπος στον λαιμό
θηλιά του κρεμασμένου» Ποίημα «Το σπίτι»(Σελ. 11)

«Θαμμένη δίπλα στα μνήματα η ελπίδα δακρύζει.
Κρυμμένος ο ντελάλης καιροφυλακτεί
να διαλαλήσει τη γιορτή.
Άσκοπα περιμένει.
Οι νεκροί ακόμα κοιμούνται!» Ποίημα «Αποστάγματα μνήμης» (Σελ. 57)

Το σπίτι που κάποτε έτρεφε όνειρα δεν υπάρχει πια, γιατί τίποτα πλέον δεν είναι το ίδιο. Μονάχα οι αναμνήσεις χτυπούν την πόρτα της καρδιάς με το χαμόγελο.

«Στον ήχο των ματιών μου
σπαρμένες οι αναμνήσεις
τρεμοπαίζουν.» Ποίημα «Αναμνήσεις» (Σελ. 39)

Ναι, κάποτε ο ποιητής υπήρξε παιδί, γελαστό παιδί, ευτυχισμένο. «Τώρα πια μεγάλωσα» γράφει στο ποίημά του «Στο κελί μου» στη σελίδα 15. «Μισός αιώνας και κάτι παραπάνω». Ωστόσο, η δύναμη της θέλησης είναι μεγάλη. Η νοσταλγία του χρόνου που έφυγε υπερνικά την αντίσταση που προκαλεί η αίσθηση της απουσίας κι ο φόβος της αναπόλησης. Κι αυτό γιατί το τώρα είναι γεμάτο πληγές, πληγές που κανένας δε ζήτησε να αποκτήσει, κανένας δεν επεδίωξενα βιώσει για τον εαυτό του, κανένας δεν κατάφερε να ξεπεράσει, όσο κι αν το προσπάθησε. Η αίσθηση της ανόδου κάποτε έμοιαζε ελκυστική για όλους. Μα μόνο πληγές γεννά στους αναβάτες της, καημούς και βάσανα και η κατάληξη θυμίζει πλέον ξεπούλημα σκελετωμένων ονείρων, απογοήτευση, γκρέμισμα επιδιώξεων, μοναξιά και αξεπέραστο χάος.

«κρεμασμένα τα όνειρά μου
στου φεγγαριού το τσιγκέλι
τη σκέψη στροβιλίζουν που φυλλοροεί
πάνω στα χρώματα του χρόνου» Ποίημα «Παράταση» (Σελ. 20)

Παράταση στην ελπίδα ζητάο ποιητής. Παράταση και στη χαρά. Να γίνει πάλι παιδί θέλει, να απομακρύνει για λίγο τη μοναξιά του, να ζωγραφίσει και πάλι το χαμόγελο στα χείλη του, να γευτεί τη ζεστή αγκαλιά των αγαπημένων του προσώπων, να αισθανθεί και πάλι τον έρωτα, τη φιλία, την εμπιστοσύνη στα πρόσωπα εκείνων που τον πρόδωσαν, να βιώσει ξανά την ανεμελιά των παιδικών του χρόνων.

«Φώναξα δυνατά, σ’ αγαπώ ζωή!
Για πάντα θα μείνω παιδί!» Ποίημα «Ανέμελα» (Σελ. 36).

Είναι απογοητευμένος ωστόσο συλλογιζόμενος την ανικανότητά του. Γι’ αυτό και ζητά τη λύτρωση μέσω του θανάτου. Ίσως γιατί η ζωή στα μάτια του αποδείχτηκε χειρότερος και από το θάνατο.

«Στείλε το θαύμα σου Θεέ μου
σήκωσέ το ψηλά με τ’ αγέρι
στη χαραμάδα της ελπίδας
σαν χάδι απαλό να περάσει
κι ο πόνος να γαληνέψει» Ποίημα «Προσευχή» (Σελ. 22)

Το θαύμα αποζητά να γνωρίσει, τη γαλήνη της ψυχής να γευτεί. Ικετεύει γι’ αυτό και εύχεται την εκπλήρωσή του. Διψά ακόμα για ζωή, παρόλη την απογοήτευσή του. Το θέλει πολύ, παρόλο που βλέπει πως είναι αδύναμος, καρφωμένος σε μια γη λαβωμένη, ταξιδιώτης με μια βάρκα που μπάζει νερά από παντού. Νιώθει προδομένος από τα όνειρά του. Ανακούφιση μονάχα του προσφέρουν οι λέξεις, καθώς είναι εκείνες που αποτυπώνουν ακέραια τη σκέψη του στο χαρτί. Ναι, με αυτές ζωγραφίζει τον κόσμο όπως θα ήθελε να είναι και δραπετεύει σε αυτόν απομακρυνόμενος από τη φυλακή του τώρα. Τα όνειρά του παίζουν σημαντικό ρόλο στον παλμό των αισθημάτων του. Είναι αυτά που του προσφέρουν το αναπάντεχο, το διαφορετικό, το γαλήνιο, αυτό που θα ήθελε να κατακτήσει, μα που όμως ακόμα και στα όνειρά του δεν τα καταφέρνει. Νιώθει μόνος.

«Λείπουν τώρα πια όλοι» εξομολογείται στο ποίημά του «Χριστούγεννα» στη σελίδα 26. Με μοναξιά συνεχίζει στο ποίημά του «Μοναξιά» και στη σελίδα 27. Στιγμές και εικόνες μόνο δίνουν το παρών για συντροφιά, μα κι αυτές αστραπιαία. «Τελειώνει ο χρόνος κι η ώρα περνάει» συνειδητοποιεί στο ποίημά του «Εξομολόγηση» στη σελίδα 28. Κι αν οι θύμισες επιστρέφουν στοιχειωμένα απομεινάρια μιας ζωής που χάθηκε, διατηρούν ακόμα ανοιχτές τις πληγές που προκάλεσε στο πέρασμά της η παρουσία της. Η φυγή παραμονεύει. Λύτρωση ψυχής μονάχα το θαύμα που ποτέ δεν εκπληρώθηκε όταν το περίμενε, μα που τώρα ως αναγκαία πηγή σωτηρίας μεταλλάσσεται σε ελπίδα.

«Θα ξαναβρεθούμε
στη μυρωδιά της αγκαλιάς
που λούζει με φως τις άχρωμες στιγμές
μέσα στην αυλαία του ανείπωτου χρόνου
όταν οι βαθιές χαρακιές στις παλάμες μας
με τον ιδρώτα της αγωνίας ανταμώσουν» Ποίημα «Μάνα γλυκιά μου Παναγιά» (Σελ. 40)

Η αγάπη της μάνας διαφαίνεται έντονα σε αυτό το ποίημα. Κι είναι έντονη όχι μόνο σε αυτό αλλά και στο επόμενο ποίημα «Α ρε μάνα» των σελίδων 42-43 που συγκλονίζει, ανατριχιάζει και συγκινεί τον αναγνώστη. Το παρελθόν πάντα παρών, πρωταγωνιστεί στα ποιήματα μα και στην ψυχή του ποιητή που προσδοκεί στην κατανόηση και στη συμπόνια εκείνου που τον διαβάζει. Κι έπειτα η γιαγιά και ο παππούς, Κι η θεία λίγο πιο κάτω στη σελίδα 52. Φιγούρες έντονες, ζωηρές, επιβλητικές, περήφανες, αγέρωχες, αλύγιστες. Και φυσικά ο πατέρας.

«Αχ ας ερχόσουν για λίγο
έτσι μόνο για μια στιγμή» Ποίημα «Ο πατέρας μου Σάββας» (Σελ. 46)

Σειρά παίρνουν τα αντικείμενα και οι μελωδίες. Ο χρόνος είναι αυτός που τους έδωσε ζωή, μα και τα πρόσωπα. Ένα μαχαίρι του 1850, ένα τραγούδι δώρο αποχαιρετισμού, μια δέηση στη μνήμη εκείνων που έφυγαν, μα πάντα ριζώνουν στην ψυχή εκείνου που μένει πίσω και θυμάται. Κι έρχεται η νέα ζωή, η συνέχεια, να φέρει ξανά τη χαρά.

«Σε περίμενα
και να το χαμόγελό σου
φώτισε το πρόσωπό μου» Ποίημα «Η εγγονή μου Μυρτώ» (Σελ. 51)

Ο ποιητής στη συνέχεια στρέφει την προσοχή του στο νησί. Το αποχαιρετά υμνώντας το για το χρυσάφι που κρύβει στα χώματά του. Το ποίημα του «Αποχαιρετισμός στη Λέσβο» στη σελίδα 58 του βιβλίου εγκωμιάζει τον πλούτο, υλικό και πνευματικό, της αγαπημένης του γης, τον ίδιο πλούτο που κρύβει κι ο ίδιος βαθιά στην ψυχή του. Κάνει ειδική μνεία στο Πλωμάρι, το όμορφο Πλωμάρι, όπως το αποκαλεί, που απλώνει μοσχοβολιά με τα γιασεμιά του, που λαμπρά φωτίζει το φεγγάρι του, κρεμασμένο στολίδι στο δίχτυ του ουρανού. Ο ποιητής συνεχίζει με την Άντισσα, τη γη του Τερπάνδρου, επεκτείνεται στην ομορφιά της Αιολικής γης, μέχρι που δίνει υπόσχεση στο νησί του απομακρυνόμενος από αυτό πως, ναι, θα ξαναγυρίσει κι ας τίποτα από τα παλιά δεν τον περιμένει πια. Είναι η πατρίδα του, η ιδιαίτερη πατρίδα του, η μάνα γη που ποτέ του δεν ξεχνά.

Διαβάζοντας, με προσοχή το βιβλίο του Αντώνη Θαλασσέλη, θα αισθανθούμε πως ο λόγος του ποιητή είναι μεστός, περιεκτικός και βαθιά υπαινικτικός. Ο έμπειρος και δοκιμασμένος στα γράμματα ποιητής επιχειρεί μέσα από τα ποιήματά του να ξεσκεπάσει τον κόσμο του σήμερα αποκαλύπτοντας πόσο τα χρόνια, η φθορά, η αλαζονεία, η μεγαλομανία του ανθρώπου τον βούτηξαν κυριολεκτικά μέσα στο ψέμα οδηγώντας τον είτε εκούσια είτε ακούσια στη μεγάλη του παρακμή.

Ο ποιητής αναμφισβήτητα και σ’ αυτό εδώ το βιβλίο του εδραιώνει το δικό του προσωπικό λογοτεχνικό στίγμα. Άλλοτε κι όποτε το επιβάλει η περίσταση εμφανίζεται αυστηρός, βαθυστόχαστος, ρεαλιστικός και αποκαρδιωτικός κι άλλοτε πάλι, αφήνοντας τα συναισθήματά του να επιδράσουν βαθιά στο μελάνι της πένας του, εμφανίζεται ρομαντικός πολεμιστής, ευαίσθητος, απογυμνωμένος και συνάμα ευάλωτος. Είναι γεγονός πως σε όλη τούτη την ποιητική του διαδρομή αυτό που τον προβληματίζει περισσότερο είναι ο χρόνος, αυτός που δε σταματάει ποτέ το ταξίδι του, που δεν παρακάμπτει στις ανηφοριές, δε λοξοδρομεί στα δύσκολα κι ούτε ποτέ του εξορκίζεται.

Τα ποιήματά του, όλα εξομολογήσεις ψυχής, είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο. Υπάρχουν όμως κι αυτά που ακολουθούν τον έμμετρο λόγο, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο ποιητής γνωρίζει κι έχει δοκιμαστεί στους πολλούς και διαφορετικούς δρόμους της ποίησης. Μακροσκελή τα περισσότερα, θα λέγαμε, είναι πλημμυρισμένα από βαθιά και συμπυκνωμένα νοήματα. Κι όλα τους έχουν ως κεντρικό άξονα τον άνθρωπο, τη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, τη σχέση του με το χρόνο, με τα αντικείμενα, με καθετί που σχετίζεται με την ύπαρξή του και τα βαθιά συναισθήματά του, όπως η μητρική και η πατρική αγάπη, η ανεμελιά της παιδικής ηλικίας, η προσδοκία, η ελπίδα, η κατάρρευση, η απομόνωση, ακόμα και ο ίδιος ο θάνατος. Η ποίησή του διέπεται από μετρημένη λυρικότητα, μερικές φορές είναι αινιγματική, αρκετές φορές περιεκτική όπως είπαμε και σε πολλά σημεία δωρική.

Τα ποιήματά του επίσης έχουν και μια διδακτική. Παρουσιάζουν ξεκάθαρα τη ματαιότητα της επίγειας ζωής, μιας ζωής που τις περισσότερες φορές στηρίζεται σε αναμνήσεις του παρελθόντος, οι οποίες ενδόμυχα προκαλούν νοσταλγία στον αναγνώστη και φυσικά μελαγχολία. Με το δικό του αυθεντικό ποιητικό ύφος, με τη δική του ξεχωριστή λογοτεχνική ταυτότητα, ο ποιητής διεκδικεί επάξια μια ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη ελληνική ποίηση.

Η ποιητική συλλογή «Έσωθεν», με αυτή την απόλυτα ταιριαστή και ελκυστική εικόνα στο εξώφυλλό της, είναι μια συλλογή που κουβαλά στις σελίδες της όλη την ιστορία της ανθρώπινης διαδρομής. Ο Αντώνης Θαλασσέλης, με ένα μεγάλο φορτίο στις πλάτες του καταφέρνει να περάσει σπουδαία μηνύματα στον αναγνώστη. Το βασικότερο όλων ότι δεν πρέπει ποτέ και κανείς να ξεχνάει το παρελθόν του.

Ένα βιβλίο που αναμφισβήτητα αξίζει να διαβαστεί από όλους, καθώς όλοι μέσα σ’ αυτό θα εντοπίσουν κομμάτια του δικού τους εαυτού. Ας είναι καλοτάξιδο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου