Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Η ευχή..


Τρέχω και πέφτω, μα σηκώνομαι και πάλι.
Ευχή δεν έκανα, μα μου ’λαχε αυτή.
Και πώς να τ’ αρνηθώ τ’ απρόσκλητό μου δώρο,
ότι σαν άνθρωπος ορίστηκα να υπάρχω
κι ας μοιάζει κόλαση η ζωή μου η θνητή,
η μολυσμένη απ’ του χάροντα το βέλος,
η μανιασμένη, βαθυσκότεινη, η φθαρτή!

Τ’ άδειο φορτίο μου αβάσταχτο στους ώμους,
μ’ αν ξαποστάσω με βαραίνει πιο πολύ.
Αν ξαποστάσω μου χαρίζεται κατάντια.
Κι είναι μια ζόρικη κραυγή που δε σωπαίνει,
όταν χαράματα βρει τόπο ν’ αφεθεί,
να περπατήσει στα χαμένα της χωράφια,
που ’χουνε χρόνια απ’ το χάρτη πια χαθεί.

Ψάχνω στο τίποτα να βρω τον εαυτό μου.
Μου ’παν, η μοίρα μου θ’ αλλάξει στη φυγή.
Μα δε μου είπαν πως στο δύσβατό μου δρόμο,
στα κακοτράχαλα φαράγγια των καιρών,
θα με προσμένει νέα πύρινη οργή
μιας και εμπόδιο θα στέκομαι για πάντα
σ’ αυτούς που σκόνη θα σκορπίζομαι στη γη.

Μ’ αφού σαν άνθρωπος ορίστηκα να υπάρχω
κι ας μοιάζει κόλαση η ζωή μου η θνητή,
η μολυσμένη απ’ του χάροντα το βέλος,
που δεν τη ζήτησα, μα χρόνια τη φορώ
κι ας μ’ αρρωσταίνει κι ας μου κόβει την ορμή,
εγώ θα τρέχω και θα ορθώνομαι και πάλι,
μήπως και ζήσω την πιο ύστατη στιγμή.

Στέλλα Πετρίδου
Το ποίημα φιλοξενείται στον 69ο τόμο της Νέας Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς του έτους 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου