Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Στέλλα Πετρίδου: Συμμετοχή στο 69ο τόμο "Νέα Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2020"


Η εικοστή πρώτη γιορτή

Με λεν μικρό, πολύ μικρό, γιατί φτερά δεν έχω
να ταξιδεύω τον καιρό και ν’ ανασαίνω φύση,
να πολεμάω το κακό στα σύννεφα που τρέχω
και να αποδίδω το καλό, όπως η γη ορίζει.

Με λεν μικρό, πολύ μικρό, γιατί για εδώ δεν κάνω.
Δεν έχω δύναμη αετού, ούτε γερά πηγαίνω.
Όταν φυσήξει άνεμος, το δρόμο μου τον χάνω.
Γι’ αλλού τραβώ κι αν δε βαστώ, σαν φυλλαράκι γέρνω.

Με λεν τρελό, πολύ τρελό, γιατί ωστόσο αντέχω
να τραγουδάω τη ζωή και να τη γράφω ποίημα,
γιατί σαν κόρη οφθαλμού το δώρο της προσέχω
να ’μαι καλά και στα κακά να μη με βρίσκει κρίμα.

Με λεν τρελό, πολύ τρελό κι όλοι με κάνουν πέρα,
γιατί στον κόσμο αυτό που ζω, εγώ ζωή μυρίζω
κι αν με πονούν και με χτυπούν, στον καθαρό αγέρα
αφήνω την πικρία μου κι απ' την αρχή ανθίζω.

Με λεν φτηνό, πολύ φτηνό, γιατί λίγα κατέχω,
μα τα ποτίζω με στοργή κι όλα γεμίζουν χρώμα.
Κι αν προτιμώ τα όμορφα μονάχα να ελέγχω,
με υποτιμούν και με θωρούν μικρή κουκίδα χώμα.

Με λεν φτηνό, πολύ φτηνό κι ούτε μια στάλα κάνω,
μα προτιμώ στα μάτια τους να ’μαι χαρτί καμένο,
παρά ψηλά, στα σκοτεινά τ’ ακάθαρτο να φτάνω
κι από ψυχή να αιμορραγώ, σα ραγισμένο τρένο.

Στο σήμερά μου υπόσχεση ελεύθερη θ' αφήσω,
να τη γνωρίσει η βροχή, να τη λουστεί το κύμα,
τη μια φωνή μου προσευχή για πάντα να φωτίζω,
για να 'χει γνώριμη χροιά στου ποιητή το στίγμα.

Κι αφού το σήμερα ρηχό, δεν την πολυφωτίζει
του ρατσιστή η απέχθεια σαν την περιγελά,
η εικοστή πρώτη γιορτή του Μάρτη που θ' ανθίζει,
θα της χαρίζει δύναμη τα πάντα να νικά.

*****


Μη ρωτάτε να σας πω

Μη ρωτάτε να σας πω γιατί σωπαίνω.
Μοιάζει η φωνή μου με ρολόι σταματημένο.
Κι αν οι λέξεις μου δε βρίσκουν ουρανό,
λεπτοδείκτες μοιάζουν που ’σπασαν στα δυο.
Μη ρωτάτε να σας πω γιατί σωπαίνω.
Μοιάζει η μοίρα μου σαν της φυγής το τραίνο.
Κι αν οι σκέψεις μου αλλάζουνε σταθμό,
επιβάτες μοιάζουν δίχως προορισμό.

Μη ρωτάτε να σας πω γιατί θυμώνω.
Μοιάζω δαίμονες στην πλάτη να σηκώνω.
Κι αν χαράματα με βρίσκει μια ευχή,
με τραβάει τη μια, την άλλη μ’ απωθεί.
Μη ρωτάτε να σας πω γιατί θυμώνω.
Μοιάζω κύμα που στα πέλαγα παγώνω.
Κι αν τον ήλιο μου υπόσχεται η φυγή,
το σκοτάδι στα βαθιά μου αιμορραγεί.

Μη ρωτάτε να σας πω γιατί επιμένω.
Μοιάζω άβυσσος στο ψέμα μου να μένω.
Κι αν φουρτούνα η ζωή μου συναντά,
τα σκαλιά της ανεβαίνω αργά αργά.
Μη ρωτάτε να σας πω γιατί επιμένω.
Μοιάζω ακόμα την οδύνη να υπομένω.
Κι αν τα χνάρια μου θρηνώ στα σκοτεινά,
ένα κλέβω από νωρίς να βγω μπροστά.

Μη ρωτάτε να σας πω γιατί ελπίζω.
Μοιάζω μ’ όνειρα το μέλλον να ποτίζω.
Κι αν οι εικόνες μου λυγίζουνε στο φως,
την ημέρα τους χαρίζομαι φρουρός.
Μη ρωτάτε να σας πω γιατί ελπίζω.
Μοιάζω ήρωας που δύσκολα λυγίζω.
Κι αν τα σύννεφα μου τάζουνε βροχή,
ξεγλιστρώ και δρόμο παίρνω στη ζωή.

(Το ποίημα απέσπασε το Α’ Βραβείο Ποίησης Προβληματισμού
στον 34ο Διαγωνισμό «Σικελιανά 2018» από το Καφενείο των Ιδεών, τον Ιανουάριο του 2019)

*****

Βαθιά ψάξε

Βαθιά, πολύ βαθιά ψάξε,
στα ξεχασμένα μονοπάτια της ψυχής μου,
στα υπόγεια,
εκεί που ο νους δεν φτάνει,
εκεί που η τρέλα παραδίδει το κορμί της
στο συναίσθημα.
Εκεί, βαθιά ψάξε, πολύ βαθιά
κι ίσως τη βρεις κρυμμένη, ανάσα ξεχασμένη
κι απροστάτευτη,
να πολεμά αρρωστημένη
απ’ την κλεισούρα της σιγής,
της αιώνιας του φόβου φυλακής
για τ’ απρόσμενο, τ’ ασυλλόγιστο.
Κάθε που βραδιάζει ντύνεται φωτιά,
πύρινη λαίλαπα στα δίχτυα της ερήμου
για να σωθεί, να μη χαθεί,
για να αντέξει απ’ τις σκιές που την τυλίγουνε,
τις ντροπές,
αναμνήσεις μιας χαμένης αθωότητας,
εφιάλτες μιας ρηχής, πεζής πραγματικότητας.
Μα που να ’ναι;
Η απουσία της, δες, κράτησε καιρό
κι η μέρα πια αργεί να ξημερώσει.
Κι η σιωπή γίνεται κραυγή,
μαύρο σύννεφο σ’ αφέγγαρο ουρανό.
Βαθιά, πολύ βαθιά ψάξε,
στα ματωμένα σκαλοπάτια των ονείρων της,
κείνα που πόθησε με πάθος ν’ ανεβεί,
να βρει τον ήλιο λαμπερό και ν’ αγναντέψει.
Εκεί, βαθιά ψάξε, πολύ βαθιά,
εκεί που ο χρόνος ανατέλλει ακανόνιστος
στο περιβόλι της ευχής, στη λησμονιά.
Κι ίσως μπορεί με νέα αρχή,
να βρει τη γόνιμη χαρά και βασιλέψει.
Κι ίσως πια, ανάσα δυνατή, αφεθεί γροθιά,
ελεύθερη αμαρτιών
να βρει ζωή αληθινή,
στ’ ατόφιο φως να ταξιδέψει.

*****

Η πιο όμορφη μέρα

Μακρινό της ευχής το ταξίδι,
μακρινή κι η πιο όμορφη μέρα,
μα όταν έρθει κοντά μου το πέρα,
θα 'μαι φως στ' ουρανού τη φωλιά.

Λαμπερό θ' ανασαίνω στολίδι
και χαρά θα σκορπίζω με φόρα
κι η ματιά μου θα στέλνει ως δώρα
τρυφερά της αγάπης φιλιά.

*****

Η ευχή

Τρέχω και πέφτω, μα σηκώνομαι και πάλι.
Ευχή δεν έκανα, μα μου ’λαχε αυτή.
Και πώς να τ’ αρνηθώ τ’ απρόσκλητό μου δώρο,
ότι σαν άνθρωπος ορίστηκα να υπάρχω
κι ας μοιάζει κόλαση η ζωή μου η θνητή,
η μολυσμένη απ’ του χάροντα το βέλος,
η μανιασμένη, βαθυσκότεινη, η φθαρτή!

Τ’ άδειο φορτίο μου αβάσταχτο στους ώμους,
μ’ αν ξαποστάσω με βαραίνει πιο πολύ.
Αν ξαποστάσω μου χαρίζεται κατάντια.
Κι είναι μια ζόρικη κραυγή που δε σωπαίνει,
όταν χαράματα βρει τόπο ν’ αφεθεί,
να περπατήσει στα χαμένα της χωράφια,
που ’χουνε χρόνια απ’ το χάρτη πια χαθεί.

Ψάχνω στο τίποτα να βρω τον εαυτό μου.
Μου ’παν, η μοίρα μου θ’ αλλάξει στη φυγή.
Μα δε μου είπαν πως στο δύσβατό μου δρόμο,
στα κακοτράχαλα φαράγγια των καιρών,
θα με προσμένει νέα πύρινη οργή
μιας και εμπόδιο θα στέκομαι για πάντα
σ’ αυτούς που σκόνη θα σκορπίζομαι στη γη.

Μ’ αφού σαν άνθρωπος ορίστηκα να υπάρχω
κι ας μοιάζει κόλαση η ζωή μου η θνητή,
η μολυσμένη απ’ του χάροντα το βέλος,
που δεν τη ζήτησα, μα χρόνια τη φορώ
κι ας μ’ αρρωσταίνει κι ας μου κόβει την ορμή,
εγώ θα τρέχω και θα ορθώνομαι και πάλι,
μήπως και ζήσω την πιο ύστατη στιγμή.

*****

Οι στιγμές

Κι οι στιγμές γίνονται εφιάλτες
κι οι εφιάλτες καρφιά πα’ στο πουλόβερ σου.
Μην το φοράς τα βράδια.
Δίπλωσε το στην καρέκλα δίπλα στο τζάκι
να το ζεσταίνει η φωτιά,
να μοιάζουν μ’ άστρα τα καρφιά.
Σαν ξαποσταίνουν αβασάνιστα γυμνές
οι γερασμένες απ’ τα χρόνια αναμνήσεις,
γεννιούνται όνειρα στ’ απέραντο του νου.
Κι η ελπίδα βρέχεται δροσιά
μεσ’ στα περβόλια των αιώνιων ευχών,
μεσ’ στις αυλές του πιο καθάριου σου ουρανού.
Κι οι στιγμές μεταμορφώνονται αγγέλοι
κι οι αγγέλοι άνοιξη από φως,
που ξεπροβάλει αρχοντικά μπροστά στα μάτια σου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου