Αγέλαστη η ματιά του καβαλάρη.
Σαλπάρει κι ο χειμώνας πια βαρύς.
Το κρύο τσουχτερό, η ώρα τρεις,
μα τ' όνειρο δε λέει να με πάρει.
Η σκέψη γνέφει στο άδειο μαξιλάρι.
Μια εικόνα του γλιστρά στη διαδρομή
σε νύχτα που 'χει μείνει ορφανή
με δίχως πεφταστέρια και φεγγάρι.
Ξανά θα 'ρθει μου στέλνει η αυγή σημάδι
κι ανοίγω παραθύρι στη ζωή
ν' αγγίξει φως ξανθό η προσμονή,
γλυκά να πέσει πάνω της σα χάδι.
Στης λύπης μου τ’ απύθμενο πηγάδι
μην τύχει πάλι η νύχτα γητευτής.
Το κρύο τσουχτερό, η ώρα τρεις.
Λείπει. Και πως φοβάμαι το σκοτάδι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου