Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Κι ύστερα..


Κι ύστερα τα λόγια ξεκληρίστηκαν
Κι ύστερα μια κόλαση στο χάρτη.
Κι έγινε στάχτη κάθε δύναμη συγχώρεσης
κι έμειν’ η απάτη να θυμίζει την αγάπη.

Κι ύστερα η σκέψη παραδόθηκε.
Κι ύστερα αρματώθηκε επειγόντως.
Και ξάφνου κρότος την απείλησε θανάσιμα
κι ανέμου τόπος τη φυλάκισε στο σκότος.

Κι ύστερα τα βλέφαρα χαμήλωσαν.
Κι ύστερα δυνάμωσε το δάκρυ.
Κι ένα αγκάθι ζωγραφίστηκε ανάμνηση
κι ένα φαρμάκι μεταλλάχθηκε Ιθάκη.

Κι ύστερα ο πόθος μαστιγώθηκε.
Κι ύστερα βαφτίστηκε «ο πόνος».
Κι έμοιαζε κλώνος μιας αδίστακτης εκδίκησης
κι ήτανε δρόμος, της ελπίδας δολοφόνος.

Κι ύστερα η άμυνα φιμώθηκε.
Κι ύστερα σκοτείνιασε η ανάγκη.
Πικρό σαράκι την κατάντησε η ανάμνηση
κάθε βραδάκι στο δικό της παρεάκι.

Κι ύστερα ορφάνεψε η μετάνοια.
Κι ύστερα αγκαλιάστηκε με μίσος.
Κι ήτανε ίσως η χειρότερή της κόλαση,
πληγή στο στήθος που σκοτείνιασε το ήθος.

Κι ύστερα η τρέλα ήρθε «σίφουνας».
Κι ύστερα τα πάντα ’γιναν φόβος.
Ποιος δούλος φθόνος στη φοβία του δε λύγησε;
Ποιος γέρος χρόνος έμεινε για πάντα μόνος;

Κι ύστερα ερήμωσε  το ύστερα.
Κι ύστερα νεκρώθηκε το κάτι.
Σ’ ένα αδράχτι εγκλωβίστηκε το σήμερα
και μόνο η άκρη του πια απόμεινε στο χάρτη.


Στέλλα Πετρίδου
Το ποίημα φιλοξενείται στην ετήσια λογοτεχνική έκδοση (τόμος πέμπτος) του Ε.Π.Ο.Κ. "Κυπριακή Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2019", Αθήνα 2020.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου