με συντροφιά τον ουρανό απάνω σ’ ένα βράχο.
Τα μάτια του χαμήλωνε και μήτε κελαηδούσε.
Μια θλίψη το μαστίγωνε, στα στήθη το χτυπούσε.
Η θάλασσα το πόνεσε, σαν το ’δε ερημωμένο.
Έσκυψε και το ρώτησε, γιατί είσαι συ θλιμμένο;
Στο στέρνο μου λαβώθηκα, είπε, καθώς πετούσα
κι όπως πολύ ματώθηκα, πήρα την κατιούσα.
Η θάλασσα δεν άντεξε, το ρώτησε και πάλι,
μα τώρα γιατί στέκεσαι με κάτω το κεφάλι;
Φωλιά στο βράχο έχτισα, είπε, για να θυμάμαι
τη μάνα που χαιρέτησα κοντά της πάντα να ’μαι.
Χελιδονάκι ήταν μικρό και πέταγε με χάρη
κι η μάνα του σα φυλαχτό του ’γνεφε με καμάρι,
μα μια στιγμή, κακιά στιγμή, μαζί καθώς πετούσαν,
βόλι τους πέτυχε με οργή την ώρα που γελούσαν.
Εκείνο χτύπησε απαλά και σώθηκε από θαύμα,
μα η μάνα του παντοτινά προδόθηκε απ’ το τραύμα.
Στη θάλασσα το έριξε το άψυχο το κορμί της
και μιαν ευχή της έταξε, να ’ναι πάντα μαζί της.
Οι μέρες κύλαγαν βροχή, οι μήνες και τα χρόνια
κι αλμύρα πότιζε η ευχή, που ’χε ζωή αιώνια.
Χελιδονάκι ήταν μικρό και στέκονταν μονάχο,
σ’ άδειο καιρό μεγάλωνε στον ίδιο πάντα βράχο.
Η θλίψη του μαλάκωνε κι άλλαζε τη μορφή του,
μα η μοναξιά που ρίζωνε, κεντούσε το κορμί του.
Αχ, ποιο φτερό στον ουρανό γλυκά να του γελούσε,
με κάλεσμα νοσταλγικό χαρά να το μεθούσε!
Χελιδονάκι πέταξε, άδραξε πια τη μέρα,
η θάλασσα του έγνεφε να τρέξει στον αγέρα.
Μη μου λυπάσαι, θάλασσα, είπε, μόνο δεν είμαι
κι αν τα όνειρά μου χάλασα, ευτυχισμένο είμαι.
Στέλλα Πετρίδου
Το ποίημα απέσπασε τον 1ο Έπαινο στον 6ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό
Ζωοφιλίας, στην κατηγορία «ποίηση», το έτος 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου