κι ανέμιζε ο αγέρας το λευκό σου το φουστάνι
κι όπως της θάλασσας ξεδίπλωνε το κύμα,
Χαμογελούσες.
Ήσουν χαρούμενη θυμάμαι. Ήσουν γιομάτη
με τα απλά, με τα μικρά, που ’ταν μεγάλα,
μ’ όλες του κόσμου τις χαρές στην αγκαλιά σου,
που, τυχερή, δεν πρόφταινες να νοιώσεις μοναχή.
Χαμογελούσες.
Ήσουν χαρούμενη θυμάμαι. Ήσουν γιομάτη.
Μικρές στιγμές, απλοϊκές και μυρωμένες
μόνο μ’ αγάπη, μ’ αγάπη μόνο ποτισμένες.
Είχες μια θέση για όλα τα όμορφα μαζί.
Το χέρι απλώνω να σ’ αγγίξω.
Πού γυρνάς;
Να κλέψω δυο σταγόνες από σένα, Ευτυχία!
Ευχή! Ευχή να κάνω στο φεγγάρι
να στάξει απ’ τις τούφες του ζωή.
Ζωή αληθινή, μαγεύτρα.
Άνοιξα τα μάτια κι όλα στάχτη.
Όνειρο ήταν;
Που γυρνάς;
Θυμάμαι ακόμα τ’ όνομά σου.
Ευτυχία!****
Άνθρωπος είναι
Δε θέλω πολλά για να είμαι ευτυχισμένος,
ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά κι ένα γλυκό φιλί
ποτισμένο με αγάπη.
Και τώρα στρέφω όλα αυτά προς το μέρος σου
χωρίς φραγμό, χωρίς αιτία,
χωρίς μια τόση δα χαραμάδα προσδοκίας.
Είναι στ' αλήθεια αρκετά
για να μπορώ ακόμα να λέγομαι άνθρωπος.
****
Ο πρόσφυγας
Λόγω φυλής με διώχνεις,
λόγω θρησκείας με διώχνεις,
λόγω εθνικότητας με διώχνεις,
λόγω πολιτικών απόψεων με διώχνεις,
μα δε μου λες που να πάω,
δε μου δίνεις τροφή,
δε μου δίνεις νερό,
δε μου δίνεις κουράγιο.
Κι εγώ μισόγυμνος στους δρόμους περπατάω, μήπως συμπόνια από άγνωστους μαζέψω
και με το λίγο μου το όνειρό μου θρέψω
στη Γερμανία μία μέρα να βρεθώ.
****
Αυτό το κορμί
Αυτό το κορμί ήταν κάποτε δικό μου,
το φόραγα τη θάλασσα σαν περνούσα, την τρελή,
το κουβαλούσα θησαυρό απάνω μου κι ομπρέλα
για να προλάβω τη βροχή μην έρθει και βραχώ.
Αυτό το κορμί ήταν κάποτε τα πάντα,
περιουσία μου ολάκερη και τάμα μου κρυμμένο,
να το ζεσταίνω όσο ζω, να το 'χω συντροφιά μου,
να το προσέχω φύλακας για πάντοτε πιστός.
Αυτό το κορμί ήταν κάποτε η ζωή,
που ανέπνεε τον ουρανό κι αγνάντευε τη φύση,
που δροσιζόταν στης πηγής το γάργαρο νερό
και λουζόταν με μυρουδιές στα πράσινα λιβάδια.
Αυτό το κορμί είχε στάμπα τ' όνομά μου,
βαφτίστηκε σε μια στιγμή και πήρε ευλογία
σηκώνοντας στους ώμους του πολύτιμο σταυρό,
να περπατάει όσο ζει σε κόσμο καθαρό.
Αυτό το κορμί τώρα σέρνεται χαμένο,
παρασυρμένο σε νερό που πια δεν το δροσίζει,
που μια αλμύρα μοναχά τα χείλη του ποτίζει
και αφρισμένο στον καιρό το λούζει η ερημιά.
Σαν δεις στην αμμουδιά πεσμένο το κορμί μου,
τυχαία τάχα σαν περνάς, τη βόλτα σου σαν κάνεις,
μη φοβηθείς, μη μου ντραπείς, δικό μου είναι,
ηταν,
η ψυχή μου γύρω του γυρνά, μα πια δεν την ποτίζει.
Χάρη μονάχα μου στερνή, να το σκεπάσεις λίγο,
να μην το καίει ο καιρός, να μην το τρών' οι γλάροι,
να μην το βρέχει άλλο πια της θάλασσας η αλμύρα.
Χάρη μονάχα μου στερνή, η ψυχή μου να ηρεμήσει.
****
Ακούει κανείς;
Με χέρια γαντζωμένα όπου βρούνε
Με χέρια γαντζωμένα όπου βρούνε
μουλιάζουν τα κορμιά στην παγωνιά
κι αλύπητα το κύμα τους χτυπά
ψυχή να παραδώσουν.
Ακούει κανείς;
Άγριος καιρός, δε λογαριάζει
και ουρλιαχτά ξυπνούν τη λύπη.
Πέρα στα βράχια παραλύει
κι ο τελευταίος στεναγμός.
Ακούει κανείς;
Μια μάνα μοναχή γυμνή παλεύει,
με πείσμα την ανάσα της κεντά.
Στην αγκαλιά της το παιδί λυγά,
στη φρίκη δε σαλεύει.
Ακούει κανείς;
Απόμεινε ο καημός της στα σκοτάδια
για τ’ άδικο της άμοιρης ζωής.
Χαράματα και άνοιξε η πληγή,
ευχή και οδυρμός.
Ακούει κανείς;
Παντού και πάντα φονικό τοπίο,
χειμώνας στην καρδιά φαρμακερός.
Το δάκρυ ρέει ποταμός
κι η γη χαροπαλεύει.
Ακούει κανείς;****
Το παιδί
Μύριοι κι απόψε οι νεκροί
μάνα που κλαίει το παιδί
μα ποιος την βλέπει;
Στου σκοτωμένου την αυλή
κύμα φρικτό οι σπαραγμοί
στα βράχια πέφτει.
Σκέπασε ρούχο το νερό
πλέει μονάχο του αδειανό
κάτι του λείπει.
Κάτι βαραίνει το βυθό
σπρώχνει στην άμμο το κακό
σα σώμα δείχνει.
Γελούνε τώρα τα πουλιά
τροφή σα βρουν παρηγοριά
πείνα να διώξουν.
Γλέντι στην έρμη ακρογιαλιά
θρήνος στης μάνας την ποδιά
πώς να την νιώσουν;
Νεκρή σιγή ακροβατεί
δεν κλαίει τώρα το παιδί
χαράμι πάει.
Σκοτείνιασε στην ερημιά
ξέχασε η μέρα το χιονιά
και δεν πονάει.
Τα ποιήματα συμπεριλαμβάνονται στο "Ανθολόγιο 2016", εκδόσεις Αιολικά Γράμματα, Αθήνα 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου