Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Ο χρόνος που πάντα επιστρέφει..

«Υπάρχουν στιγμές που μια σκοτεινή μελαγχολία με συντροφεύει. Δε συμβαίνει συχνά, αλλά συμβαίνει κάθε φορά που φεύγω και κάθε φορά που επιστρέφω» είπε και συνέχισε σχεδόν ευλαβικά να χαϊδεύει αυτό το περίτεχνο στίγμα στο δεξί του μπράτσο, σκαλισμένο βαθιά  πάνω στο δέρμα του.

Εξιστορούσε, μου έλεγε, μια σχεδόν μυθιστορηματική ιστορία. Όσο και να τον παρακάλαγα να μου την διηγηθεί,  ποτέ του δεν είχε βρει το κουράγιο για να μου την εξιστορήσει. Βούρκωνε, ενώ προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μην ξεσπάσει σε λυγμούς. Ήταν σκληρός, μου έλεγε, κι οι σκληροί ποτέ δεν κλαίνε. Κι όμως, αυτός ο σκληρός άνθρωπος, βούρκωνε πολύ. Κι η αίτια γι’ αυτό ήταν μια ανάμνηση. Μια και μόνο ανάμνηση. Πλέον πιστεύω πως φοβόταν να κλάψει, φοβόταν πως τα τόσα δάκρυα που κρύβονταν συσσωρευμένα μέσα του, στοιβαγμένα σα χείμαρρος εδώ και χρόνια, ήταν ικανά να ξεπλύνουν το κάθε συναίσθημα που έκρυβε καλά στα βάθη της ψυχής του.
Από σχεδόν μηδενική ηλικία οι γονείς του είχαν χωρίσει. Κι έκτοτε ο καθένας είχε χαράξει την δική του πορεία στην ζωή. Καθώς μεγάλωνε έπιανε τον εαυτό του στον καθρέφτη να τον κοιτάζει επίμονα. Υπήρχαν πολλές οι στιγμές που απορούσε για το πόσα θαύματα μπορεί να κάνει ο Θεός στους ανθρώπους. Τα μάτια του για παράδειγμα ήταν μπλε. Μα του πατέρα του τα θυμόταν καστανά. Και της μητέρας του επίσης.  Ακόμα και τα μαλλιά του πατέρα του τα θυμόταν μαύρα σαν κάρβουνο. Εκείνης καστανά. Κι όμως ο ίδιος ήταν από μικρός ξανθός. Έμοιασε κατά τύχη στον πάτριο του. Έτσι του είπαν. Και πλέον κάθε φορά που το σκεφτόταν χαμογελούσε. Μονολογούσε στα σκοτάδια του λέγοντας ειρωνικά στον εαυτό του: «Μα πόσα θαύματα μπορεί να κάνει τελικά ο Θεός;» ;
Τα χρόνια πέρασαν και, ναι, ήταν σίγουρος πλέον πως γεννήθηκε για να έχει δυο πατεράδες. Ο καθένας τους τον αγαπούσε για διαφορετικούς λόγους. Ο ένας γιατί ήταν παιδί της γυναικάς που αγάπησε παράφορα. Κι ο πατριός του τον αγαπούσε γιατί, ήταν τελικά ο πραγματικός του πατέρας.
«Υπάρχουν στιγμές που μια σκοτεινή μελαγχολία με συντροφεύει. Δε συμβαίνει συχνά, αλλά συμβαίνει κάθε φορά που φεύγω και κάθε φορά που επιστρέφω» μου είχε πει πριν προλάβω να τον αγκαλιάσω για τελευταία φορά, πριν με χαϊδέψει στο κεφάλι δίνοντας μου ένα φιλί στο δεξί μου μάγουλο, πριν αντικρίσω για μια ακόμη  φορά τα βουρκωμένα, γεμάτα θλίψη μάτια του. Κι ήταν η τελευταία φορά που τον είδα, να κρατάει εκείνη την βαλίτσα που χαμογελώντας μου έλεγε πως την θεωρούσε σπίτι του. Δε γύρισε ποτέ του πίσω.
Κάποιοι είπαν πως τον πρόδωσε η καρδιά του, αυτή η καρδιά που μάτωνε για χρόνια ολόκληρα. Άλλοι θυμάμαι να είπαν πως χάθηκε όταν έσβησε το μικρό εκείνο κερί που του έδινε ελπίδα. Στερημένος από τη συντροφιά του, έσβησε κι αυτός την ίδια ακριβώς στιγμή που τρεμόπαιξε για τελευταία φορά κι η μικρή του φλόγα.
Εκτός από την μάνα του κανείς δεν τον θυμάται πλέον. Σε εκείνο το ταξίδι του χαμού του κανείς δεν προχωρά . Κι έτσι έμεινε μονάχα τ΄ όνομά του για να θυμίζει την παρουσία του, χαραγμένο πάνω σε μια κατάλευκη πλάκα που στολίζει ακόμα  κάποιο ξεχασμένο κοιμητήριο του κόσμου.
Θυμάμαι κι "εκείνη" ακόμα να σπαράζει από λυγμό. Ήταν καλός άνθρωπος μαζί της. Ήταν ο άνθρωπος που πόνεσε για να μην την  πονέσει, που άντεξε για να αντέξει, που σταυρώθηκε για να μη σταυρωθεί, που έφυγε για να μην την αφήσει να φύγει. Ήταν το στήριγμά της, το καταφύγιό της, ο δεύτερός της εαυτός, εκείνος που αν και μακριά της έστεκε πάντοτε δίπλα της, για εκείνη, μόνο για εκείνη. Για την αγάπη που είχε όνομα. Το όνομά της.
«Υπάρχουν στιγμές που μια σκοτεινή μελαγχολία με συντροφεύει. Δε συμβαίνει συχνά, αλλά συμβαίνει κάθε φορά που φεύγω και κάθε φορά που επιστρέφω».
Δεν ξέχασα ποτέ μου τα τελευταία λόγια του. Κάποτε πίστευα πως ήταν λόγια μελαγχολίας, λόγια αποχαιρετισμού πριν ένα ακόμα ταξίδι με το πλοίο. Όμως ποτέ μου δεν καταλάβαινα γιατί, γιατί κάποιος να νιώθει το ίδιο συναίσθημα όταν πια επιστρέφει απ’ αυτό. Γιατί δε νιώθει χαρά; Γιατί να μην νιώθει ευτυχία;
Τα χρόνια πέρασαν. Κι εγώ ακολούθησα το επάγγελμα του πατέρα μου. Έγινα ναυτικός.
Δεν άργησα να καταλάβω το νόημα στα τελευταία λόγια του προς εμένα. Με τον καιρό αποτυπώθηκαν βαθιά μέσα στην ψυχή μου, καθώς άρχιζα να νιώθω κι εγώ έντονα αυτό το ξέσκισμα των αρχικών μου πόθων.
«Μια σκοτεινή μελαγχολία με συντροφεύει. Δε συμβαίνει συχνά, αλλά συμβαίνει κάθε φορά που φεύγω..»
Είναι απερίγραπτος ο πόνος για κάποιον που αποχαιρετάει κάθε φορά ό,τι αγαπά, την οικογένειά του ίσως, τους αγαπημένους του φίλους, τις αναμνήσεις του, τα λόγια που ειπώθηκαν στη στεριά, τις πράξεις που συνέβησαν, το κάθε λεπτό που πέρασε, το κάθε δευτερόλεπτο.
Εκείνη η στιγμή της φυγής που η βαλίτσα κολλάει στο χέρι, ο χρόνος φαντάζει πως σταμάτησε στο τότε. Τα πάντα στο μυαλό παραμένουν στο τότε, βαθιά ριζωμένα  στο μυαλό και στην ψυχή. Το σώμα δίνει το παρόν του στο κάπου, σε ένα πλοίο στα βάθη της θάλασσας, σε μια ξένη χώρα, σε μια μακρινή φυλακή. Όμως η ψυχή παραμένει εκεί, το μυαλό παραμένει εκεί, σ’ αυτό το τότε που επέλεξαν να φωλιάσουν τα πάντα, συναισθήματα , σκέψεις, αναμνήσεις. Η σκέψη ταξιδεύει εκεί που η καρδιά θέλει πάντα να βρίσκεται. Η μνήμη παραμένει στο τότε κι όμως το σώμα φυλακίζεται σε ένα μάταιο τώρα.
Η μοναδική πραγματική συντροφιά παραμένουν εκείνες οι περασμένες αναμνήσεις , αυτά τα περασμένα λόγια, αυτές οι περασμένες σκέψεις, τα περασμένα συναισθήματα. Η μοναδική συντροφιά είναι το παρελθόν. Ζούμε με αυτό, και γινόμαστε ένα με αυτό.
«Μια σκοτεινή μελαγχολία με συντροφεύει. Δε συμβαίνει συχνά, αλλά συμβαίνει κάθε φορά που επιστρέφω.»
Οι μήνες περνάνε, τα χρονιά κι αυτά. Κι έρχεται η στιγμή της επιστροφής. Ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται και πάλι στα χείλη, φοράει τα καλά του και με μια βαλίτσα στο χέρι ξεκινάει για το μονοπάτι της επιστροφής. Το ένα βήμα φέρνει το άλλο και να που επιστρέφει.
Είναι τόσα πολλά που αλλάζουν κάθε φορά. Αγάπες που ξεθωριάζουν, φίλοι που γίνονται εχθροί, εχθροί που γίνονται φίλοι, χαμόγελα που γίνονται κλάματα, ζωντανοί που πεθαίνουν, Άνθρωποι που γίνονται ανθρωπάκια. Τα πάντα εμφανίζονται τόσο μα τόσο διαφορετικά, που μετά βίας αναγνωρίζονται. Το τίποτα έχει αποκτήσει νόημα, οι ευχές έχουν γίνει κατάρες κι οι κατάρες έχουν γίνει ευχές. Οι αλήθειες μετατρέπονται σε ψέματα, ενώ τα ψέματα πασπαλίζονται με δόσεις μιας κάποιας αλήθειας.
Ο χρόνος κυλά συνεχώς. Το κάθε δευτερόλεπτο είναι μοναδικό. Ο χρόνος κυλά, μα στην κλεψύδρα του μυαλού η άμμος ποτέ δεν τελειώνει.
Ο κόκκος σταματάει στο χθες, καθώς το σήμερα μοιάζει τόσο μα τόσο διαφορετικό.

Παντελής Γάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου