Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Θυμάμαι τα Χριστούγεννα..

Θυμάμαι έντονα τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων. Όχι γιατί τα έζησα πλουσιοπάροχα όπως θα φαντάζεσαι. Όχι. Όμως τα θυμάμαι έντονα. Γιατί τα ζούσα έντονα, παρότι φτωχικά, τα ζούσα έντονα. 

Παιδί μικρό κι όμως εγώ δεν πέταγα στα σύννεφα, δεν κρυβόμουνα κάτω απ’ το δέντρο, δεν περίμενα κανέναν Άι Βασίλη. Δεν υπήρχε Άι Βασίλης, το ήξερα. Κανείς δεν υπάρχει που να μοιράζει απλόχερα τα δώρα του, ακόμη και στα μικρά παιδιά. Ουτοπία οι ευχές, ουτοπία κι οι προσδοκίες. Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης.
Ναι, ήταν φτωχικά τα χρόνια μου, δεν υπήρχαν λεφτά για στολίδια, δεν υπήρχαν
λεφτά για λαμπιόνια, για δέντρα και ένα σωρό άλλα περιττά πράγματα που ικανοποιούν απλά την ματαιοδοξία μας.Ο πατέρας μου ένας φτωχός μεροκαματιάρης. Ολημερίς κι ολονυκτίς πάλευε για τ’ απαραίτητα, για ένα πιάτο φαγητό, για ένα σπίτι ζεστό. Κι η μάνα μου, αχ  η μάνα μου, ένας βράχος αντοχής, ένας πιστός μου φίλος δίπλα μου παντοτινά, να μη μου λείπει η χαρά, ακόμα κι αν αυτή ξεχείλιζε μέσα από ένα μπαλωμένο από τα χρόνια ρούχο, μέσα από ένα καυτό απ’ τη φωτιά στο τζάκι φτωχικό πιάτο φαΐ.
Θυμάμαι έντονα τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων. Όχι γιατί με ξύπναγαν τα δώρα κάτω απ’ το δέντρο, ούτε κι εκείνα που κρυφά με βρίσκανε στο μαξιλάρι. Θυμάμαι τη χαρά μου να συναντιέται στα απλά. Στις φωνές που βρίσκαν χώρο μες στο σπίτι, στις καμπάνες που χτυπούσανε νωρίς, στη ζεστή και πιο γεμάτη αγκαλιά.
Το δώρο δεν γεννιέται την αυγή κι ούτε ποτέ χαρίζει ευτυχία. Στα άψυχα η ψυχή δεν ξαποσταίνει, δεν ξεγελιέται, δεν ευτυχεί.  Μονάχα ένα τη ζεσταίνει. Κι αυτό είναι η αγάπη, η μία, αληθινή, γλυκιά αγάπη.
Και, ναι, θυμάμαι πως για μένα τα Χριστούγεννα ήταν ζεστά, παρά το τσουχτερό κρύο του Δεκέμβρη, του κάθε Δεκέμβρη. Γιατί η ζέστη πήγαζε ενδόμυχα, γιατί το φτωχικό μου ήταν ζεστό, η καρδιά μου ήταν ζεστή, η ανθρωπιά τριγύρω μου ήταν παρούσα. Στα απλά, στις πιο απλές και γιορτινές μου διαδρομές, στα πιο ζεστά της φαντασίας μου ταξίδια.
Δώρα θα πεις κι ανταλλαγές. Μα ποιος φτωχός ξέρει απ’ αυτά, τα ακριβά, τα αστραφτερά; Ευχές, ευχές αντάλλαζα και φιλιά. Πολλά φιλιά και χαμόγελα και αγκαλιές. Άναβαν τα σωθικά μου από ζεστασιά, γέλαγε το μέσα μου από αγάπη. Ξέρεις αγάπη τι θα πει; Ξέρεις πως νιώθει η ψυχή όταν γεμίζει με χαρά, με ομορφιά, με ζεστασιά;
Θυμάμαι έντονα τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων. Κι αναπολώ. Εδώ, σκυφτός στην παγωνιά, με τσέπες γεμάτες υλικά, μα άδειες από κείνα τα ακριβά, της ψυχής τα ωραία, τα πολύτιμα. Βιτρίνες γεμάτες ψευτιά, υποκριτές της πιο μεγάλης αυταπάτης. Κόσμος πολύς και γύρω γύρω κινητά.
Γιορτινές μέρες πλησιάζουν. Τα σπίτια ντύθηκαν και πάλι στα καλά τους. Ψώνια από δω, ψώνια από κει. Κίνηση σαν πυρετός.
Λίστα μεγάλη ο Άι Βασίλης. Τσουβάλια γράμματα και πάλι. Ευχές, ευχές για κλάματα.
Άψυχη η ψυχή και τι να σώσει; Τα λόγια μιας στυγνής τεχνολογίας, που ’χει παγώσει την καρδιά, έχει σαλέψει το μυαλό και μοναξιά, μια μοναξιά τα πάντα μαστιγώνει.
Χρόνια πολλά σε όλο τον κόσμο. Και ταγκ τσουβαλιασμένο οι τιμώμενοι.
Χρόνια πολλά με αγάπη. Για ποιαν αγάπη οι ευχές παρακαλούνε; Για ποιαν ανέλπιστη του σήμερα χαρά; 

Λόγια του σήμερα, γραμμένα για το τότε.
Στέλλα Πετρίδου
Σκίτσο Ρία Γαΐλα

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο Katarraktis Village εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου