Το Μια φορά κι έναν καιρό… είναι, όπως αναφέρεται στο εξώφυλλο, ένα έμμετρο παραμύθι σε μορφή λίμερικ. Τα ποίημα λίμερικ ή ληρολόγημα έλκει την καταγωγή του από τους ιδιόμορφους στίχους του Άγγλου Έντουαρντ Ληρ (19ος αιώνας), τα nonsense limericks, δηλαδή τα «ανοησιολογήματα» ή «στιχουργικά παραδοξολογήματα», αν και το συγκεκριμένο είδος συναντάται και στον Μεσαίωνα. Το λίμερικ αποτελείται από πέντε στίχους με ρίμα στη μορφή ααββα. Ενώ το περιεχόμενό του είναι καθορισμένο ανά στίχο και το καθένα λίμερικ λειτουργεί αυτόνομα, εντούτοις διάφοροι συγγραφείς, κατά καιρούς, κράτησαν μόνο τη φόρμα της ομοιοκαταληξίας, δίνοντάς του περιεχόμενο με πλοκή και ποικίλη μετρική μορφή. Πρώτος στην Ελλάδα που έγραψε λίμερικ (Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά) είναι ο Γιώργος Σεφέρης. Από τα καλύτερα του είδους περιέχονται στο βιβλίο 19 παράλογα κι ένα με 2 άλογα, της Λιάνας Αρανίτου.
Η Στέλλα Πετρίδου είναι μια νέα ταλαντούχα δημιουργός, πολυγραφότατη, με ένα έργο που περιλαμβάνει ποίηση, κυρίως έμμετρη, πεζογραφία και συγγραφή στίχων που έχουν μελοποιηθεί. Αξιοσημείωτη είναι η ενασχόλησή της με το σονέτο, καθώς και με ιδιαίτερες ποιητικές φόρμες όπως το χαϊκού, το τάνκα, το τριολέτο, το ροντέλο. Στο Μια φορά κι έναν καιρό… ακολούθησε πιστά τη ρίμα και σε επτασύλλαβο στίχο δημιούργησε μια ιστορία σε 155 στροφές. Κι είναι η πρώτη φορά, αν δεν κάνω λάθος, που παρουσιάζεται η συγκεκριμένη φόρμα, παραλλαγμένη, σε τόσο μεγάλη έκταση.
Η υπόθεση: μια σχεδόν τριαντάρα, η Αγλαΐα, όχι και τόσο ευειδής, αλλά εξόχως ονειροφαντασμένη και σφόδρα φιλόδοξη, έβαλε στο στόχαστρο τον πλούσιο, αλλά «μουντάρη, γυναικά, γλεντζέ και σε όλα σκανταλιάρη» (σ. 28) Λαυρέντη και το παλάτι του. Σύμμαχός της ο καθρέφτης της, που, αν και καταλάβαινε την τρέλα της, της έκανε τα χατίρια, καθώς και μια φίλη της, η Σταχτοπούτα από την Καλκούτα, η οποία της έστελνε συμβουλές. Στο τέλος πάντως η έρημη Αγλαΐα, όντως έρημη έπειτα από παλινωδίες στις πράξεις και στις σκέψεις της, βρήκε, αν τη βρήκε («Να ’ταν ψέμα η ιστορία αυτή ή αλήθεια;», σ. 83), την ευτυχία κοντά στον Μιλτιάδη, τον… επίμονο γιο του κυρ Αλέξη, που όπως η ίδια λέει: «που τα κόρτε του μου κάνει κάθε βράδυ/ κι ας του βγαίνει με τα νάζια μου το λάδι/ για να πάρει απ’ το στόμα μου μια λέξη» (σ. 78), ο οποίος την πολιορκούσε από παλιά.
Η τριτοπρόσωπη και άλλοτε πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει στην ιστορία από τη μια μεριά πειστικότητα, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη για την αντικειμενικότητά της, ώστε αυτός να σταθεί κριτικά στην υπόθεση, κι από την άλλη αποτυπώνει τα πάθη και τις σκέψεις της κεντρικής ηρωίδας, τονίζοντας την αλλοπρόσαλλη διαδρομή της και το προς αποφυγήν παράδειγμά της.
Η ιστορία αποτυπώνει διακείμενα από παραδοσιακά παραμύθια με καθρέφτες, μητριές και βασιλοπούλες που κάθονται μπροστά στους καθρέφτες κι εκείνοι δεν τις απογοητεύουν, με μάγισσες που ανακατεύουν περίεργα υλικά για τα μαγικά φίλτρα τους (έρχεται στον νου μας και ο δρυΐδης του περίφημου γαλατικού χωριού). Κατά την ανάγνωση, αναδύονται και ελληνικά νησιά, όπως η Λέρος, και εξωτικά μέρη και ζωγράφοι, όπως ο Γκόγια (όχι όμως ο γνωστός, αλλά ο αυλικός ζωγράφος στο παλάτι του Λαυρέντη), ακόμη κι η ρωμαϊκή ιστορία. Άλλωστε, ο Αργύρης είχε σόι «μακρινό συγγενή έναν βεζίρη/ πρωτοξάδερφο του Γάιου Καλιγούλα» (σ. 26). Πρόκειται για διακείμενα που λειτουργούν ουσιαστικά προσφέροντας ταξίδια στον γεωγραφικό χάρτη και στην ιστορία, με παράλογα αλλά και έλλογα στιγμιότυπα, όλα με ένα λεκτικό και πρωτίστως καταστασιακό χιούμορ που στέλνει, χωρίς διδακτισμό, και τα απαραίτητα μηνύματα μακριά από την απληστία, την αλαζονεία και το κυνήγι του ανέφικτου.
Η εικονογράφηση της Κατερίνας Κατσούφη είναι αφηγηματικού ύφους, με στοιχεία χιουμοριστικά και πάντα στο ύφος της ιστορίας, συντροφεύοντας τον αναγνώστη στο δαιδαλώδες μα εξόχως διδακτικό ταξίδι της Αγλαΐας στα ανεμοσκορπίσματα της ζωής. Παραστατικότατη και άκρως χιουμοριστική η απόδοση του καθρέφτη-μάγου!
Αλλά θα ήθελα να προσθέσω και τούτο: πιο πάνω αναφέρθηκα στην έκταση του παραμυθιού. Η καθεμιά στροφή έχει θέση στην ιστορία χωρίς να κάνει κοιλιά, όπως μπορεί κάποιος να υποθέσει. Ο μεγάλος αριθμός των στροφών, τηρουμένων των αναλογιών, παραπέμπει σε λαϊκούς παραμυθάδες που συνέθεταν στίχους και ρίμες ακατάπαυστα και, γιατί όχι, σε στιγμές του δημοτικού τραγουδιού, αν κι ο ρυθμός εκείνου ήταν διαφορετικός.
Είναι μια ιστορία για μεγάλα παιδιά και για μεγάλους, που προσφέρει ένα γοητευτικό ταξίδι στο βάθος της παραμυθικής αφήγησης, των ρομαντικών ιστοριών και των ηθογραφικών κωμειδυλλίων ίσως, και πάνω απ’ όλα: όποιος και όποια το διαβάσει θα γελάσει αυθόρμητα, ενίοτε πικρά, αλλά και θα φιλοσοφήσει αρκούντως. Ο ενήλικος αναγνώστης, βέβαια, γιατί θα έχει τέτοιες εικόνες από την πείρα του, αλλά και τα παιδιά, γιατί θα εισπράξουν εικόνες ζωής για τη μελλοντική περιπέτεια της ζωής τους.
Παραθέτω τρεις στροφές:
Μια φορά κι έναν καιρό σαν παραμύθι,
μες στ’ ασήμαντα και φτωχικά τα πλήθη,
ζούσε σ’ όνειρο δικό της μια κυρία
που ’χε πείσμα να γραφτεί στην ιστορία,
τσακωμένη καθώς ήταν με τη λήθη (σ. 7)
[…]
Στο καζάνι των ευχών μου σε διαβάζω
και ποδάρια κατσαρίδας μέσα βάζω,
ποτισμένα με το αίμα μιας ακρίδας
που’ χε κάτσει στο λαιμό μιας δεσποινίδας
και γι’ αντίποινα κλειδώθηκε σε βάζο (σ. 10)
[…]
Κι εσύ, κάλπικε καθρέφτη της πεντάρας,
που κατάντησες κρεμάστρα της τσατσάρας,
μη μου πεις κουβέντα άλλη καμία,
γιατί θρύψαλα θα γίνεις με τη μία!
Ψευτοκόλακα του νου και της λαχτάρας (σ. 20).
[Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι συγγραφέας, κριτικός, τ. πανεπιστημιακός.]
Μια φορά κι έναν καιρό...
Έμμετρο παραμύθι σε μορφή λίμερικ
Στέλλα Πετρίδου
εικονογράφηση: Κατερίνα Κατσούφη
Εκδόσεις Ελκυστής
84 σελ.
ISBN 978-618-210-142-1
Τιμή €10,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου