Ο εαυτός του
Πέρασε καιρός που τον είδε να φεύγει...
Αφού πρώτα τον κοίταξε κατάματα
κι έφτυσε στα μούτρα του την προδοσία,
ύστερα σιώπησε.
Έκανε θρύψαλα τον καθρέφτη του,
πέταξε τη μάσκα του στο πάτωμα,
κι αποδιωγμένος της ντροπής,
έσυρε αργά το βήμα του προς την αλήθεια.
Δραπέτης
Καραδοκεί μια ακόμα μπόρα τη νυχτιά.
Και να, τα μάτια καρφωμένα στο σκοτάδι,
Ουρλιάζουν, τάχα μου, για λίγη κατανόηση.
Κι η δίνη των σιωπών τα κάνει χάζι.
Κι η τρέλα της στιγμής τα μαστιγώνει.
Σταγόνα η διαφυγή κι απροσδιόριστη.
Καθώς με δάκρυα κλεφτεί κι αποδημήσει,
στην πιο παρένθετη ευχή σα γαντζωθεί,
κυνηγώντας τις στάλες της βροχής,
απογυμνώνεται.
Κι ελεύθερα στο χώμα της κατάληξης,
αγγίζοντας τη λίμπιντο του στεναγμού,
μαζί του λαχταρά ν’ αναμειχθεί,
ένα να γίνει στο μετά, μα και στο άπειρο,
δραπέτης μια για πάντα της απάτης.
Αντίσταση
Ύπουλος εχθρός η μοναξιά!
Μα, όχι, δε δεσμεύομαι μακριά της!
Στα δίχτυα της απόλυτης ντροπής,
της ζητιανιάς που κρύβει μια αγάπη
κάλπικη σαν άνυδρη βροχή,
αρνούμαι το εγώ μου να κυλήσω.
Τι νόημα έχει το μαζί αν γίνει δάκρυ;
Τι νόημα έχει το εγώ και το εσύ
αν μείνει ψέμα και πληγή στο κάπου εκεί;
Στα σκοτεινά τα θέλω όταν ραγίσουν,
όταν ματώσουν απ’ τα μη και τη ντροπή,
σα μοναξιά το φως τους αφανίζουν
κι απλώνονται ρηχά μες στο μπορεί.
Ω! Ελεύθερη ψυχή κι αληθινή!
Εσύ μονάχα φως! Εσύ!
Μοναχικά κι αν ζεις, αν ζεις,
στην τρέλα της απόλυτης σιωπής,
αγνή και ζωντανή κι αδέσμευτη κλωστή,
σ’ αλήθειας γη γλυκό αγέρα αναπνέεις!
Κι ας είναι ύπουλος εχθρός η μοναξιά!
Μα, όχι, δε δεσμεύομαι μακριά της!
Λείπει
Αγέλαστη η ματιά του καβαλάρη.
Σαλπάρει κι ο χειμώνας πια βαρύς.
Το κρύο τσουχτερό. Η ώρα τρεις,
μα τ’ όνειρο δε λέει να με πάρει.
Η σκέψη γνέφει στ’ άδειο μαξιλάρι.
Μια εικόνα του γλιστρά στη διαδρομή
σε νύχτα που ’χει μείνει ορφανή
με δίχως πεφταστέρια και φεγγάρι.
Ξανά θα ’ρθει, μου στέλνει η αυγή σημάδι,
κι ανοίγω παραθύρι στη ζωή
ν’ αγγίξει φως ξανθό η προσμονή,
γλυκά να πέσει πάνω της σα χάδι.
Στης λύπης μου τ’ απύθμενο πηγάδι
μην τύχει πάλι η νύχτα γητευτής.
Το κρύο τσουχτερό. Η ώρα τρεις.
Λείπει. Και πώς φοβάμαι το σκοτάδι...
Καραδοκεί μια ακόμα μπόρα τη νυχτιά.
Και να, τα μάτια καρφωμένα στο σκοτάδι,
Ουρλιάζουν, τάχα μου, για λίγη κατανόηση.
Κι η δίνη των σιωπών τα κάνει χάζι.
Κι η τρέλα της στιγμής τα μαστιγώνει.
Σταγόνα η διαφυγή κι απροσδιόριστη.
Καθώς με δάκρυα κλεφτεί κι αποδημήσει,
στην πιο παρένθετη ευχή σα γαντζωθεί,
κυνηγώντας τις στάλες της βροχής,
απογυμνώνεται.
Κι ελεύθερα στο χώμα της κατάληξης,
αγγίζοντας τη λίμπιντο του στεναγμού,
μαζί του λαχταρά ν’ αναμειχθεί,
ένα να γίνει στο μετά, μα και στο άπειρο,
δραπέτης μια για πάντα της απάτης.
Αντίσταση
Ύπουλος εχθρός η μοναξιά!
Μα, όχι, δε δεσμεύομαι μακριά της!
Στα δίχτυα της απόλυτης ντροπής,
της ζητιανιάς που κρύβει μια αγάπη
κάλπικη σαν άνυδρη βροχή,
αρνούμαι το εγώ μου να κυλήσω.
Τι νόημα έχει το μαζί αν γίνει δάκρυ;
Τι νόημα έχει το εγώ και το εσύ
αν μείνει ψέμα και πληγή στο κάπου εκεί;
Στα σκοτεινά τα θέλω όταν ραγίσουν,
όταν ματώσουν απ’ τα μη και τη ντροπή,
σα μοναξιά το φως τους αφανίζουν
κι απλώνονται ρηχά μες στο μπορεί.
Ω! Ελεύθερη ψυχή κι αληθινή!
Εσύ μονάχα φως! Εσύ!
Μοναχικά κι αν ζεις, αν ζεις,
στην τρέλα της απόλυτης σιωπής,
αγνή και ζωντανή κι αδέσμευτη κλωστή,
σ’ αλήθειας γη γλυκό αγέρα αναπνέεις!
Κι ας είναι ύπουλος εχθρός η μοναξιά!
Μα, όχι, δε δεσμεύομαι μακριά της!
Λείπει
Αγέλαστη η ματιά του καβαλάρη.
Σαλπάρει κι ο χειμώνας πια βαρύς.
Το κρύο τσουχτερό. Η ώρα τρεις,
μα τ’ όνειρο δε λέει να με πάρει.
Η σκέψη γνέφει στ’ άδειο μαξιλάρι.
Μια εικόνα του γλιστρά στη διαδρομή
σε νύχτα που ’χει μείνει ορφανή
με δίχως πεφταστέρια και φεγγάρι.
Ξανά θα ’ρθει, μου στέλνει η αυγή σημάδι,
κι ανοίγω παραθύρι στη ζωή
ν’ αγγίξει φως ξανθό η προσμονή,
γλυκά να πέσει πάνω της σα χάδι.
Στης λύπης μου τ’ απύθμενο πηγάδι
μην τύχει πάλι η νύχτα γητευτής.
Το κρύο τσουχτερό. Η ώρα τρεις.
Λείπει. Και πώς φοβάμαι το σκοτάδι...
Ο φονιάς
Βρίζω και θυμώνω, ξέρεις.
Με μένα θυμώνω, για σένα.
Και ξαναχτίζω τις στιγμές που μίσησα
και λάτρεψα κι απώθησα
για να σε δω ξανά στ’ αζήτητα,
φονιά της λήθης μου, να μ’ εξοντώνεις.
Βρίζω και θυμώνω, ξέρεις.
Με μένα θυμώνω, για σένα.
Και ξαναχτίζω τις στιγμές που μίσησα
και λάτρεψα κι απώθησα
για να σε δω ξανά στ’ αζήτητα,
φονιά της λήθης μου, να μ’ εξοντώνεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου