Ιστολόγιο ''Κανονική Ποίηση'' kanoniki.word
Τρίτη, 09 Απριλίου 2024
Δημοσιευμένη: εδώ
Συντάκτης ο: Θάνος Γιαννούδης
(Συζητούμε στην «Κανονική Ποίηση» με ποιητές, κριτικούς, μεταφραστές, μελετητές, ακόμα και με… μοντερνιστές -αν εμφανιστούν!- για την έμμετρη ποίηση, για επιμέρους μορφές της κι εν γένει για το λεγόμενο νεοφορμαλιστικό ρεύμα. Μιας κι εξαρχής τους/τις εκτιμούμε ώστε να τους επιλέξουμε, δεν μένουμε στις –αναγκαίες- φιλοφρονήσεις, αλλά θέτουμε έξι «δύσκολες» ερωτήσεις)
->Σας ευχαριστούμε πολύ που δεχτήκατε την πρότασή μας, κυρία Πετρίδου! Είστε μια δημιουργός που έχει δοκιμαστεί σε πολλαπλά μορφικά είδη, από τα σονέτα και τα ροντέλα, μέχρι και τα χαϊκού, τα τάνκα και τα τριολέτα. Αξιοσημείωτη, επίσης, για την ηλικία σας είναι και η αμιγώς στιχουργική σας παραγωγή. Πώς πήρατε την απόφαση να στραφείτε σε ορισμένα μορφικά είδη πιο «περιθωριοποιημένα», δίχως έντονη παράδοση στην ελληνική έμμετρη ποίηση, ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν το αναγνωστικό κοινό εδώ και δεκαετίες δεν είναι ασκημένο ούτε καν στο να τα αναγνωρίζει; Θεωρείτε πως αυτή σας η επιλογή ενέχει ένα καλλιτεχνικό ρίσκο; Πιστεύετε πως το αποτέλεσμα και η απήχηση του έργου σας σάς έχει δικαιώσει;
Εγώ σας ευχαριστώ, κ. Γιαννούδη, για την τιμητική σας πρόσκληση. Πράγματι, η μεγάλη μου αγάπη για την έμμετρη ποίηση οδηγεί την ψυχή μου και την πένα μου στη δημιουργία ήδη από την παιδική μου ηλικία. Τα τελευταία χρόνια, όμως, με ώθησε σε κάτι ακόμα πιο συναρπαστικό και εξεζητημένο, να μελετήσω πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους μορφικά είδη, αρκετά σπάνια στις μέρες μας, και να δοκιμαστώ σε αυτά, επιχειρώντας ταυτόχρονα να τα φέρω θεματολογικά όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο σήμερα. Μέχρι στιγμής, όπως ήδη αναφέρατε, έχω υπηρετήσει την φόρμα των χαϊκού, των τάνκα, των ροντέλων, των σονέτων (ιταλικής και αγγλικής μορφής), των τριολέτων και πρόσφατα των λίμερικ. Δε σας κρύβω ότι η απήχηση του έργου μου από το αναγνωστικό κοινό δεν είναι μεγάλη. Δεν ήταν ποτέ. Αυτό, βέβαια, το γνώριζα εξ αρχής, καθώς ελάχιστοι στις μέρες μας διαβάζουν ποίηση και δη παραδοσιακή. Ακόμα πιο ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορούν να διακρίνουν τις διαφορετικές ποιητικές φόρμες και να εστιάσουν στους κανόνες που τις διέπουν. Μα εγώ δεν επέλεξα στη ζωή μου να δημιουργώ για τους άλλους. Επέλεξα να δημιουργώ πρώτιστα για τον εαυτό μου, καθώς πιστεύω πως αυτό οφείλει να κάνει ένας δημιουργός, αν επιθυμεί να είναι καταθέτης των αληθινών αποσταγμάτων της ψυχής του και απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του. Θεωρώ την έμμετρη ποίηση καλλιτέχνημα και δε μπορώ να σκεφτώ ότι περιθωριοποιείται λόγω της μεγάλης άνθισης της ελεύθερης ποίησης και πεζοποίησης. Προτιμώ να δημιουργώ εκτός των ρευμάτων της εποχής μου, να ρισκάρω και να απολαμβάνω την τέχνη μου στο μέγιστο από το να υπακούω τις διαταγές μιας νέας προσταγής που τις περισσότερες φορές κατ’ εμέ δε μπορεί να λογιστεί ως τέχνη του λόγου. Αυτοί που αναγνωρίζουν το μεγαλείο που κρύβει μέσα της η παραδοσιακή ποίηση και που διακρίνουν την πολυμορφία της, αφού πρώτα την έχουν μελετήσει, μόνο αυτοί μπορούν να εκτιμήσουν σωστά τη σημαντικότητά της, ακόμα και στη σύγχρονη εκδοχή της. Όσον αφορά τη στιχουργική, είναι κι αυτή μια μορφή έμμετρης αποτύπωσης συναισθημάτων, συγγενική τέχνη με την τέχνη της έμμετρης ποίησης, που πάντα με γοήτευε και πάντα με προκαλούσε να την υπηρετήσω. Το πρώτο μου στιχούργημα το έγραψα στην ηλικία των δέκα ετών κι έκτοτε συνέχισα να γράφω. Οι συγκυρίες ήταν αυτές που με βοήθησαν περισσότερο στο να της αφιερωθώ πιο συστηματικά, η αγάπη μου για τη μουσική και οι κατά καιρούς συναντήσεις μου με σημαντικούς ανθρώπους της μουσικής σκηνής. Για το αν νιώθω δικαιωμένη…. θα έλεγα καλύτερα ότι νιώθω ευλογημένη. Το να δημιουργεί κανείς είναι ευλογία, το να ολοκληρώνει τα δημιουργήματά του και να τα παραδίδει στην κρίση του κοινού και κυρίως του χρόνου είναι επίτευγμα. Κι εγώ νιώθω πως έχω κάνει πολλά προσωπικά επιτεύγματα, ταπεινά μεν, αλλά πολλά.
->Επιμένοντας ειδικότερα στο θέμα της στιχουργίας που προαναφέρθηκε, ποιες διαφορές βρίσκετε ως προς την εκφορά του στιχουργικού σας λόγου συγκριτικά με την καθαρά «ποιητική» σας γραφή και παραγωγή; Πιστεύετε πως τα όρια μεταξύ των δύο τεχνών είναι ρευστά ή σαφώς οριοθετημένα;
Σαφώς και υπάρχουν κάποιες μικρές διαφορές ανάμεσα σε ένα στιχούργημα και σε ένα ποίημα. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι η τέχνη της στιχουργικής είναι υποδεέστερη τέχνη, όπως συνηθίζεται να θεωρείται στις μέρες μας. Αυτό συμβαίνει κυρίως, γιατί έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι ο στιχουργός είναι κατασκευαστής εύκολων στίχων ή στίχων κατά παραγγελία, που, όμως, δεν αποτυπώνουν την αλήθεια του γράφοντος, ούτε και τα βαθιά του συναισθήματα. Ο τρόπος γραφής, για παράδειγμα, η υφολογία των επαναλαμβανόμενων στίχων, η ιδιαιτερότητα του μέτρου, που μερικές φορές στο στιχούργημα χαλάει επιτηδευμένα, ο ρυθμός και η εναλλαγή στη διάρκεια του μέτρου από κουπλέ σε ρεφρέν και αντίστροφα, η έμφαση στο στίχο που επαναλαμβάνεται, προφανώς και καθιστούν διακριτή τη διαφορά ανάμεσα σε ένα στιχούργημα και σε ένα ποίημα. Όμως, δεν είναι πάντα έτσι, καθώς είναι πολλές οι περιπτώσεις μελοποίησης ποιημάτων και το αποτέλεσμα που προκύπτει εντυπωσιακό. Οπότε, στις περιπτώσεις αυτές, στιχουργός και ποιητής είναι το ίδιο πρόσωπο. Με βεβαιότητα θα έλεγα, λοιπόν, ότι δεν υπάρχουν σαφή όρια των δύο αυτών τεχνών. Προσωπικά μιλώντας, επιχειρώ πάντα να γράφω αποτυπώνοντας στο χαρτί τον συναισθηματικό μου κόσμο και την αλήθεια του, ώστε, ακόμα κι όταν πρόκειται για στίχο προορισμένο για μελοποίηση, να καταφέρνω μέσω του τραγουδιού που θα προκύψει να κερδίσω την καρδιά του συνθέτη κι έπειτα του ακροατή που είναι κι ο τελικός αποδέκτης του έργου.
-> Με δεδομένη την επαγγελματική σας δραστηριότητα, που σας συνδέει με μια μακρά παράδοση «ενστόλων» δημιουργών και καλλιτεχνών, τι θα είχατε να απαντήσετε σε μια ενδεχόμενη μομφή ή κριτική περί ενός υποτιθέμενου «συντηρητισμού» ή ορισμένων συναφών με την ιδιότητά σας «περιχαρακώσεων» κι «αγκυλώσεων» στο ενδεχόμενο καλλιτεχνικό στίγμα, όπως πιθανόν ένας τέτοιος συνδυασμός μπορεί να έφερνε συνειρμικά σε κάποιες φωνές;
Υπηρετώ το Λιμενικό Σώμα 23 χρόνια. Σαφώς κι έχω επηρεαστεί σε πολλούς τομείς της ζωής μου από την πειθαρχία, την υπακοή και την αυστηρότητα που μου επιβάλει στην καθημερινότητα το επάγγελμά μου. Όταν, όμως, μιλάμε για ξεγύμνωμα της ψυχής και για απελευθέρωση συναισθημάτων, ο συντηρητισμός δε μπορεί να έχει θέση σ’ αυτό, ούτε μπορεί να επηρεάσει τον εσωτερικό κόσμο του γράφοντος και τον τρόπο που αυτός θα επιλέξει να εκφράσει την αλήθεια του. Ο συντηρητισμός παραπέμπει σε φόβο και εγκράτεια. Ο δημιουργός, όμως, που τολμά να εκθέσει τον εαυτό του στο κοινό, σε καμιά περίπτωση δε διέπεται ούτε από φόβο, ούτε από εγκράτεια. Διαφορετικά, δε θα δημιουργήσει ποτέ. Επομένως, ο τρόπος που θα επιλέξει να εκφραστεί κάθε φορά, δεν έχει να κάνει με το φόβο της διαφορετικής έκφρασης, αλλά με την αισθητική του. Αν τον γοητεύει περισσότερο η πιο σύγχρονη εκδοχή της ποίησης, θα αφοσιωθεί σε αυτή και θα επιδιώξει να την υπηρετήσει με πάθος. Αν, πάλι, είναι ερωτευμένος με την παραδοσιακή έμμετρη ποίηση, πόσο μάλλον αν ασχολείται και με τη στιχουργική, τότε θα επιχειρήσει να τη μελετήσει όσο γίνεται καλύτερα κι έπειτα να την υπηρετήσει με υπευθυνότητα, αδιαφορώντας αν οι περισσότεροι θα τον χαρακτηρίσουν συντηρητικό, παλιομοδίτη και ξεπερασμένο.
-> Ζώντας εκτός κέντρου και μακριά γεωγραφικά από τους «κύκλους» της πρωτεύουσας και συνεισφέροντας, παρ’ όλα αυτά, καθοριστικά στην τοπική λογοτεχνική κίνηση του Ανατολικού Αιγαίου, θεωρείτε πως μακροπρόθεσμα οι προοπτικές αναγνώρισης και δικαίωσης για τους/τις Λογοτέχνες της περιφέρειας είναι καταδικασμένες ή όχι; Έχετε βιώσει κάποιου είδους περιθωριοποίηση ή υποτίμηση εξαιτίας αυτής της χωρικής απόστασης;
Οι λογοτέχνες της περιφέρειας βιώνουν αρκετά την περιθωριοποίηση του έργου τους, όχι γιατί είναι κατώτερο ποιοτικά από το έργο των λογοτεχνών που ζουν στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά γιατί δυσκολεύονται αρκετά να το κοινωνήσουν σε ένα μεγαλύτερο αριθμητικά αναγνωστικό κοινό, λόγω της δυσκολίας της απόστασης που εκ των πραγμάτων υφίστανται. Δεδομένου ότι και η πρόσβαση στους μικρούς επαρχιακούς εκδοτικούς οίκους είναι ευκολότερη για τους περισσότερους από αυτούς, η περαιτέρω προώθηση και διαφήμιση του έργου τους είναι μικρότερη συγκριτικά για πολλούς κι ευνόητους λόγους. Ζώντας κι εγώ από επιλογή στην επαρχία, αντιμετωπίζω τα ίδια προβλήματα με τους υπόλοιπους λογοτέχνες. Παρ’ όλα αυτά, δε θεωρώ ότι υποτιμάται το έργο μου. Κι αν συμβαίνει αυτό κάποιες φορές μεμονωμένα, δε με απασχολεί καθόλου, γιατί η ανάγκη της δημιουργίας για μένα στέκει πολύ πιο ψηλά από την ανάγκη επιβράβευσης. Ωστόσο, μια άλλη ανάγκη, αυτή της συσπείρωσης και της κοινής πορείας για το καλό της λογοτεχνίας, με οδήγησε στα χνάρια των ομοτέχνων μου και στην από κοινού ίδρυση της Ένωσης Λογοτεχνών Αιγαίου, ένα Σωματείο που στόχο έχει αυτό ακριβώς, να εμψυχώσει τις φωνές μας, να τις δυναμώσει και να τις αναδείξει.
-> Είστε μία από τις λιγοστές γυναίκες ποιήτριες της γενιάς και της ηλικίας σας που έχουν ασκηθεί με τέτοιο ζήλο και συνέπεια σε βάθος με τον έμμετρο λόγο. Γιατί θεωρείτε πως οι νεότερες ηλικιακά γυναίκες αποθαρρύνονται από το μέτρο και τη ρίμα; Έχει να κάνει με μια ευρύτερη μόδα, με μια κοινωνική πίεση, με μια τάση προς ευκολία, με μια -κοινωνικά οριζόμενη- στροφή της γυναικείας ποιητικής γραφής προς την ημερολογιακή παράθεση σκέψεων και ηδονών;
Θεωρώ ότι η εποχή μας είναι μια εποχή που προστάζει έντονα την αλλαγή στον τρόπο αντίληψης και θεώρησης των πραγμάτων, είτε θετικό είναι αυτό, είτε όχι. Έμμεσα η προσταγή αυτή επηρεάζει και τη λογοτεχνία, επομένως και την ποίηση. Η στροφή προς μια απελευθερωμένη και πιο ωμή μορφή έκφρασης έχει απωθήσει τους δημιουργούς από το να ακολουθούν πιστά τους κανόνες που εκ των πραγμάτων υποχρεώνει η προσήλωση στο μέτρο και τη ρίμα. Και παρότι θεωρείται ξεπερασμένη μορφή η αποτύπωση του έμμετρου ποιητικού λόγου, κανείς δεν απορρίπτει τη δυσκολία απόπειρας μιας παραδοσιακής δημιουργίας, αλλά και την ομορφιά που αντανακλούν η ολοκληρωμένη της μορφή, το συμπαγές περιεχόμενό της και ο βαθύς συναισθηματικός της πλούτος. Αυτή η ημερολογιακή, όπως την ονοματίσατε, παράθεση σκέψεων και ιδεών πολλές φορές είναι τόσο ακατέργαστη και πεζή, με δίχως στάλα λυρισμό στο περιεχόμενό της, που εμένα προσωπικά δε με συγκινεί, ούτε με συναρπάζει. Χαίρομαι, ωστόσο, που υπάρχουν έστω και ελάχιστες γυναίκες στις μέρες μας, που κόντρα στον καιρό υπηρετούν τον έμμετρο λόγο. Είμαι βέβαιη ότι στο μέλλον θα υπάρξουν κι άλλες ακόμα, γιατί η ομορφιά του έμμετρου λόγου πάντα θα συγκινεί και πάντα θα εμπνέει, όπως άλλωστε και η στιχουργική.
-> Έχοντας ως βάση σας την ερωτική θεματολογία, έχετε απλωθεί και σε θέματα κοινωνικά και υπαρξιακά, καθώς και σε αφηγηματικά παραμύθια (κατά την κρίση μας, μάλιστα, αυτές σας οι στιγμές είναι και οι δυνατότερες). Ποιες είναι οι επόμενές σας βλέψεις θεματικά, αλλά και μορφικά; Υπάρχει κάποιο άμεσο επόμενο project ή σχέδιο πάνω στην έμμετρη ποίηση;
Η ερωτική ποίηση είναι η ποίηση που αγαπώ, που με εμπνέει βαθύτατα και που δε θα πάψω ποτέ μου να υπηρετώ. Φυσικά και με απασχολούν άλλα θέματα, όπως έχετε διαπιστώσει κι εσείς στα βιβλία μου. Όμως, είναι αυτό, το ξεχωριστό, που πάντα κρύβει μέσα του ο έρωτας, που με συναρπάζει πολύ και κινεί την πένα μου να γράψει γι’ αυτόν σε κάθε ευκαιρία, είτε πρόκειται για ποίηση, είτε για στιχουργία. Άμεσο project πάνω στην έμμετρη ποίηση δεν υπάρχει ακόμα, καθώς φέτος αφιερώθηκα στην τελική επιμέλεια του δεύτερου μυθιστορήματός μου, που ευελπιστώ να εκδοθεί το προσεχές διάστημα, αλλά και στην ολοκλήρωση του επόμενου μουσικού μου άλμπουμ, με μελοποιημένη ποίηση δική μου, σε σύνθεση του Γιώργου Μάκαρη. Ωστόσο, μία ακόμα σπάνια στις μέρες μας ποιητική φόρμα έμμετρης ποίησης γαργαλά το ενδιαφέρον μου και είμαι βέβαιη ότι πολύ σύντομα θα αφοσιωθώ σε αυτήν, προκειμένου να την υπηρετήσω.
->Σας ευχαριστούμε πολύ για την παρουσία σας!
Σας ευχαριστώ πολύ κι εγώ, κ. Γιαννούδη, για ακόμα μια φορά. Είναι πολύ όμορφη η προσπάθειά σας να τιμήσετε και να αναδείξετε μέσα από το ιστολόγιό σας την έμμετρη ποίηση και τους υπηρέτες της, αλλά και να δώσετε ώθηση σε όλους όσους την αγαπούν και δεν έχουν δοκιμαστεί ακόμα σ’ αυτήν να το τολμήσουν. Να ’στε καλά και πάντα δημιουργικός!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου