Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Το πρώτο φιλί: Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Στέλλας Πετρίδου "Η αγάπη μπορεί", εκδόσεις Ελκυστής



«Τον συνόδευσα μέχρι την πόρτα. Μα εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν τον αποχαιρετήσω ευχαριστώντας τον για την ευγενική του επίσκεψη, συνέβη και πάλι εκείνο που δεν ήθελα με τίποτα να συμβεί. Η αμηχανία μου άρχισε να με προδίδει. Έχασα τη μιλιά μου, το χαμόγελό μου και το βλέμμα μου άρχισε αδιάκριτα να διασταυρώνεται με το δικό του. Από τη μια στιγμή στην άλλη ένιωθα το κορμί μου να τρέμει, να ιδρώνει μπροστά του αδιάντροπα, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω το γιατί, χωρίς να μπορώ να κάνω πίσω. Μια ακαταμάχητη έλξη ωθούσε το κορμί μου σαν μαγνήτης προς το μέρος του, θέλοντας να κολλήσει μονομιάς επάνω στο δικό του. Την ίδια ακριβώς στιγμή ένιωσα πως κι εκείνος, όχι, δεν ήταν αδιάφορος απέναντί μου.
Ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι αυτό που ενώνει τους ανθρώπους μεταξύ τους. Ξέρω όμως, πως εκείνη τη στιγμή ήταν αδύνατον, παντελώς αδύνατον να αποφευχθεί η πρώτη πράξη του έρωτά μας, το πρώτο μας φιλί. Ξαφνικά λοιπόν, όπως τυχαίνει τις περισσότερες φορές, όταν ο φτερωτός άγγελος βάζει τρικλοποδιά σε κάθε λογική σκέψη και σε κάθε υποτυπώδη άμυνα του εαυτού, βρέθηκα στην αγκαλιά του Μάνου, ενώ τα χείλη μου γεύονταν για πρώτη φορά τα χείλη τα δικά του.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη γλύκα του πρώτου του φιλιού; Ποιος μπορεί να ξεχάσει το ρίγος που νιώθει το κορμί την ώρα εκείνη, που έρχεται σε επαφή με κάποιο άλλο που ποθεί; Αν είχε χρώμα η σιωπή, θα ήταν ποτισμένη ολάκερη μες στο κίτρινο, σαν ένας ήλιος που έρχεται να κλέψει με τη λάμψη του κάθε μουντό και θλιμμένο σύννεφο, που σκεπάζει άδικα τη χαρά και την αγάπη. Κι αυτή η σιωπή! Αχ! Είναι τόσο τρυφερή, τόσο ζεστή, πλημμυρισμένη με χιλιάδες λέξεις, που πλανιούνται άλαλες μπροστά σου και σου κλέβουν κάθε σκέψη για φυγή. Γιατί αυτή είναι η σιωπή του έρωτα, του πρώτου πρώτου μας φιλιού! Είναι αυτή, η τόσο, μα τόσο μαγική, που μένει για πάντα χαραγμένη στην καρδιά μας. Αόρατο το χέρι που τη μάγεψε με μια ευχή, η γλύκα της να μη χαθεί ποτέ της.
Έρωτα! Έρωτα θύμιζε το πρώτο μας φιλί! Έρωτα πρώτο, μοναδικό, ανεπανάληπτο! Μα σαν τα μάτια άνοιξαν και κοίταξαν το φως, χάθηκε η μαγεία στο λεπτό κι έγινε πια ανάμνηση. Και η αμήχανη στιγμή που μας παρέσυρε, μας τάραξε ακόμα πιο πολύ, καθώς μας έφερε μπροστά στον πανικό. Κανείς από τους δυο μας δεν ήξερε τι να πει. Κανείς δεν αντιδρούσε. Κι έτσι, καθώς δεν έβγαιναν οι λέξεις από το στόμα κανενός, ο Μάνος άνοιξε την πόρτα, χαμήλωσε το βλέμμα του κι έφυγε σκυφτός, δειλός, αμίλητος, σαν κλέφτης. Άργησα πολύ να συνεφέρω τον εαυτό μου και να επαναφέρω τη σκέψη μου στην ωμή πραγματικότητα. Εκείνο το φιλί! Ω! Το πρώτο μας φιλί! Με είχε ταξιδέψει ως τον παράδεισο κι ακόμα παραπέρα! Πώς να γυρνούσα πάλι στον μουντό μοναχικό μου κόσμο; Δεν το μπορούσα κι η αλήθεια είναι πως δεν το επεδίωξα καθόλου. Ακίνητη στην πόρτα αυτή, που πριν λίγο έστεκε απέναντί μου κι εκείνος, έμενα για ώρα να αναπολώ τη στιγμή, τη στιγμή που γεύτηκα το πρώτο του φιλί. Ούτε που θυμάμαι πώς πέρασα το υπόλοιπο της ημέρας μου στο σπίτι. Έφαγα; Κοιμήθηκα; Ψέματα θα πω. Το μόνο που θυμάμαι με σιγουριά είναι πως η σκέψη μου δε σταμάτησε λεπτό να ταξιδεύει εκεί, στα δροσερά του χείλη.…» (Σελ. 71-72)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου