Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Στέλλα Πετρίδου: Συμμετοχή στο συλλογικό έργο "ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΝΕΠΙΔΟΤΑ", Εκδόσεις Ελκυστής, Θεσσαλονίκη 2019.


Όλ’ αυτά που δεν σου ’πα

Για όλ’ αυτά που δεν σου ’πα μετάνιωσα.
Για όλ’ αυτά που δεν μου ’πες πενθούσα.
Τώρα είν’ αργά. Νικήθηκα.
Στα δυο μου χέρια βλέπω μόνο συννεφιά,
που ’χει χαράξει με το γάντι του ο χρόνος.
Ρυτίδες. Κι άλλες ρυτίδες.
Κι όμως ακόμα η καρδιά λιγοθυμά
όταν τα βράδια συλλογίζεται εσένα,
εσένα, που ’σουν πόθος και καημός,
εσένα, που ’σουν βάλσαμο στη λύπη,
εσένα, που δε μπόρεσε ποτέ,
ποτέ της να σ’ το πει ψιθυριστά.
Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ!
Κι όλα αυτά που δε σου ’πα σ’ τα έγραψα.
Κι όλα αυτά που δε μου ’πες τα ζούσα.
Κι ήσουν εκεί. Πάντα εκεί.
Μέσα στο αίμα μου φωτιά σαν τριγυρνούσες,
εγώ σε φίλευα, εγώ σ’ αγάπαγα,
εγώ για χρόνια μυστικά σε καρτερούσα.
Τα μεσημέρια μου σ’ αγνάντευα στο φως.
Κι ήσουν ο ήλιος ο μεγάλος, της αγάπης.
Κι όταν τα βράδια περπατούσες στα τυφλά,
πίσω απ’ τ’ αστέρια τ’ ουρανού,
πίσω απ’ το γέρικο φεγγάρι,
εγώ σου έγραφα για έρωτα και πάλι.
Τώρα που τρέμουν της καρδιάς μου οι φυλλωσιές
και σιγοκαίει της ευχής μου το καντήλι,
όλ’ αυτά που δεν σου ’πα σ’ τα κράτησα
μ’ όλα αυτά που δεν μου ’πες και είδα.
Τώρα είν’ αργά. Νικήθηκα.
Ανεπίδοτα γράμματα η αγάπη μου για σένα.
Ανεπίδοτες λέξεις στης ανάμνησης την άκρη,
σ’ ένα σεντούκι ραγισμένο απ’ τις πληγές,
σ’ ένα σεντούκι μυρωμένο με το δάκρυ.

******

Τα ανεπίδοτα γράμματα της ζωής μου

Ήμουν μικρός και είχα όνειρα πολλά.
Ήμουν χαρτί λευκό μες σε λευκό λιβάδι
κι είχα στους ώμους μου καρπούς από φιλιά
και κάπου ανάμεσα μια χάντρα θαλασσιά.

Ήμουν χαμόγελο κι αγνάντευα στο φως.
Ήμουν αγέρας και στα σύννεφα πετούσα
και κάθε βήμα μου το έσπρωχνα εμπρός.
Και κάθε βήμα μου το ζήλευε ο καιρός.

Ήμουν η λέξη, η καυτή μες στην καρδιά.
Ήμουν η πράξη που ’χε ρίζα τη δροσιά μου,
μα όλη η συνήθεια μου κρυφή ανασαιμιά
κι όλη η πορεία μου πληγή και μαχαιριά.

Μεγαλωμένος στα βαθιά των στεναγμών
και προδομένος απ’ τα όνειρα της νιότης,
βρέθηκα μόνος στη φωλιά των εμπρησμών
κι έμεινα μόνος στη σκιά των σπαραγμών.

Στα δυο μου μάτια η φυγή στο πουθενά.
Στα δυο μου χέρια μια σακούλα από στάχτη
κι ένα αντίο να τρυπά τα σωθικά.
Κι ένα γιατί να μεγαλώνει τα κενά.

Τώρα οι μέρες ’γιναν μάταιο παρόν
κι εγώ στου τίποτα το σήμερα ρεμβάζω.
Και κάτι γράμματα που ’μειναν παρελθόν,
των γκρεμισμένων μου απ’ τα βάσανα παθών,
μέσα σε γράμματα ανεπίδοτα στοιβάζω.

Σ’ αυτά τα γράμματα μιλώ για τη ζωή,
γι’ αυτή την έρμη τη ζωή μου, την πλανεύτρα,
που ’χει στο αίμα μου φαρμάκι ποτιστεί
κι έγινε μοίρα και κατάντια μου μαζί.

******

Τόσα όνειρα

Τόσα όνειρα κλεισμένα στο συρτάρι της ψυχής
προδομένα απ’ τη μοίρα κι αφημένα
στ’ αφανέρωτα θρηνήσαν τη ζωή,
γιατί ζωή δε ζήσανε, δεν είδαν, δε γνωρίσανε.

Στα υπόγεια ζωγραφίσαν τη λιακάδα,
τότε που ρήμαζε το δάκρυ μες στα μάτια,
τότε που έκλεβε μια ανάσα η ελπίδα
κι έβρισκε χώρο να οργώσει τη μορφή της.

Έστεκε όμορφη μες στα λευκά λιβάδια
κι έγνεφε γελαστή πολύ κι ευτυχισμένη.
Κι ήταν η μέρα η μεγάλη, η καθάρια.
Κι ήταν ο πόθος, η χαρά και η αγάπη.

Τόσα όνειρα τα φύλαξα για σένα,
γιατί εσύ ήσουν η ζωή που καρτερούσα.
Ήσουν η σκέψη, ο σταθμός της λογικής μου.
Ήσουν η λέξη που ’χα δέσμια στην καρδιά μου.

Στα ξενύχτια μου μες στ’ όνειρα σκορπούσα,
στα κρυφά μου μυστικά, τα σκουριασμένα,
να βρω αυτό που τόσο ήθελα, εσένα,
γιατί εσύ ήσουν η ζωή που καρτερούσα.

Και φορούσαμε στους ώμους μας φτερά
χέρι με χέρι στη χαρά να ταξιδέψουμε,
ν’ αγκαλιαστούμε στ’ ανοιχτά, ζωή να ζήσουμε,
να γίνουμ’ ένα, να νιώσουμε ένα.

Τόσα όνειρα ψυχής σου τα χρωστούσα.
Μέσα σε γράμματα αγάπης στα κεντούσα
κάθε μου βράδυ που έγραφα μόνο για σένα,
κάθε μου βράδυ που σε πρόσμενα στο φως.

Τόσα ανεπίδοτα σημάδια του έρωτά μου,
τόσες πληγές πα’ στο κορμί μου ανοιγμένες
για σένα που ’γινες η μοίρα μου για πάντα,
για σένα που ’γινες το δάκρυ στη σιωπή.

Μα αν κάποια μέρα τα βρεις κάπου πεταμένα,
ξενιτεμένα απ’ τα χνάρια μου για πάντα,
ξεθωριασμένα απ’ του χρόνου τις ρωγμές,
μην τ’ αγνοήσεις, μην τ’ αρνηθείς.

Είναι το δώρο της αγάπης μου για σένα,
που τόσα χρόνια προσευχόμουνα να ’ρθεις,
για σένα αγάπη μου που μου ’γινες η μοίρα
κι ας ήσουν μακριά κι ας ήσουνα φυγή.

Ως τα βάθη της ευχής μου της κενής,
ως τα πέρατα της μαύρης μου ορφάνιας
σ’ ανεπίδοτά μου γράμματα θα ζεις
για να με ζεις, για να με ορίζεις.

Κι αν ποτέ σου στην καρδιά σου δε με βρεις
κι αν τα γράμματα ποτέ σου δε διαβάσεις,
τα όνειρά μου στο συρτάρι της ψυχής
παρατημένα θα ζουν για σένα
ως το τέλος της χαμένης μου ζωής.

Στέλλα Πετρίδου
Και τα τρία ποιήματα συμπεριλαμβάνονται στο συλλογικό έργο της Λογοτεχνικής Ιστοσελίδας "Λόγω Γραφής" με τίτλο "ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΝΕΠΙΔΟΤΑ", Εκδόσεις Ελκυστής, Θεσσαλονίκη 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου