Κάθε πρώτη του μήνα
Κάθε πρώτη του μήνα
μια μελαγχολία πολιορκεί τη σκέψη μου.
Να ’ναι η αρχή σε ένα πρόσφατο τέλος;
Να ’ναι η ζωή σ’ ένα πρόσφορο θάνατο;
Να ’ναι το αύριο σ’ ένα αδύναμο χθες;
Κάθε πρώτη του μήνα
ένας κόμπος βασανίζει το είναι μου.
Κι είναι τόσα τ’ αναπάντητα ερωτήματα
που κάνουν το σήμερα πιο αβάσταχτο
κι απ’ τα αθόρυβα κατακλύζοντα πρέπει.
Γιορτή
Και βγήκε ο ήλιος για σεργιάνι
και μύρισε ο ουρανός ζωή.
Κι όλου του κόσμου οι φωνές
στο πρώτο βήμα της αυγής
μεταμορφώθηκαν ευχές.
Και στήσαν στο μαζί λημέρι
κι άνθιζε η πλάση γιασεμί.
Και χρώμα πήραν οι ματιές
στου παραδείσου την αυλή
που τραγουδούσαν οι χαρές.
Και βγήκε ο ήλιος για σεργιάνι
κι η μέρα γίνηκε γιορτή.
Ανατολή
Κι αν είναι τόσο δύσκολο
να πολεμάς δίχως ανάσα
κι αν είναι τόσο οδυνηρό
να πολεμάς δίχως ζωή,
μην κουραστείς, μην αφεθείς,
μην προδοθείς απ’ τον καιρό.
Mην παραδώσεις εαυτό
στο πρώτο στοπ της διαδρομής.
Σου το’ χαν πει μες στ’ όνειρο,
είν’ όμορφη η ανατολή.
Ρίξε τα δίχτυα την αυγή,
κοίτα μπροστά και θα τη δεις.
Κι ήρθε ένας Δεκέμβρης
Κι ήρθε ένας Δεκέμβρης μ’ υποσχέσεις
να στρώσει τη χαρά στα όνειρά μας,
λευκά να μας ποτίσει ως το κόκκαλο
και φώτα να γεμίσει τα κενά μας.
Κι ήρθε ένας Δεκέμβρης προικισμένος
με ευχές να κουβαλάει και τραγούδια,
στα χείλη μας ν’ απλώσει το χαμόγελο,
ν’ ανθίσει στα σαλόνια μας λουλούδια.
Κι ήρθε ένας Δεκέμβρης χειμωνιάτικος
και πώς να τον ζεστάνεις μες στο κρύο.
Αχ να ’τανε ο χρόνος του παράδεισος,
στις πίκρες μας να λέγαμε αντίο!
Κι ήταν φθινόπωρο
Κι ήταν φθινόπωρο,
ένα νοσταλγικό πρωινό του Οκτώβρη
γεμάτο χρώματα στο απέραντο της θάλασσας,
κείνης που κίνησα νωρίς για να τη βρω.
Ημέρα Πέμπτη
με συντροφιά έναν καφέ στο πλαστικό κι ένα τσιγάρο
να μου θυμίζει ό,τι άφησα καιρό.
Κι ήταν φθινόπωρο,
μα ο ουρανός γαλήνιος στεκότανε και πλάνος,
το καλοκαίρι του φορούσε στα μαλλιά
να μη σκορπίσει μελαγχολικά στα σύννεφα.
Μέρα του Ήλιου
κι ένα αεράκι να του απλώνεται δροσιά,
ν’ αφήνει στάμπα αυγουστιάτικη στο σήμερα.
Κι ήταν φθινόπωρο
στο πιο αγνό ησυχαστήριο της σκέψης μου,
σ’ ένα ξωκλήσι γεννημένο από φιλιά,
νανουρισμένο με φαντάσματα της προσμονής.
Δεκαεννιά
κι απ’ τη ματιά μου να προβάλλεται η ζωή,
αυτή που κρύβεται στα λίγα και στ’ απλά,
στα πιο ασήμαντα σημαντικά, στιγμές,
αβάσταχτες στιγμές της μιας στιγμής.
Κι ήταν φθινόπωρο..
Φίλος κι εχθρός
Κι όλοι προσμένουν μια σου λέξη ακόμα,
ένα σου λάθος να στο χτυπήσουν κατάμουτρα,
να σ’ αφανίσουν στον πυθμένα της σιωπής
πριν καν προλάβεις και χαθείς στη μοναξιά.
Κι αγάπησε μας, σου φωνάζουν παράφορα
κι όλες οι μέρες στο ζητούν απεγνωσμένα.
Έλα κοντά μας και στολίσου με αγάπη,
διώξε από πάνω σου τον τίτλο του εχθρού.
Κλεισμένος στο καβούκι σου για χρόνια
θωράκισες τις πόρτες σου με σύννεφα,
να μη χαρίζεις πλέον φως στα δεδομένα,
που μια στεγνή ζωή ζητούμενα σε ’πνίγαν.
Αυτός ο αγέρας της φυγής σε κατατρώει
κι εσύ ξανά, ο εγωιστής, δε λες κουβέντα.
Γιατί να πεις λοιπόν και τι και ποιος ν’ ακούσει;
Ο αφανής παρών στο πλήθος είναι απών.
Σε ένα μικρό χαρτάκι εσένα μουτζουρώνεις
και πάλι στάμπα την ψυχή σου καταθέτεις.
Κι αφού μονάχος σου επέλεξες να ζεις,
ό,τι σε πλήγωσε στην άκρη το αφήνεις.
Κι αν σε προσμένουν με μια λέξη σου ακόμα,
ένα σου λάθος να στο χτυπήσουν κατάμουτρα,
να σ’ αφανίσουν στον πυθμένα της σιωπής
πριν καν προλάβεις και χαθείς στη μοναξιά,
Σας αγαπώ, να τους φωνάξεις παράφορα,
κι ούτε οι μέρες ούτε οι ώρες να στο πούνε,
να είσαι εσύ που τους αγγίζεις με αγάπη,
ο πιο δικός τους φίλος τους κι εχθρός.
Πνοή
Χέρια μου άδεια από καιρό,
ψάχνω κουβέρτα να τους βρω
να αγκαλιαστούν οι μοναξιές,
να βρουν λημέρι οι χαρές.
Μέσα σε ρήγματα σκιών,
λησμονημένων εποχών,
ζητώ ανάσα σε στιγμές
να ξεπλυθώ απ’ τις ντροπές.
Τρέχω τη δίψα μου στο φως,
σ’ αυτό που απλώνεται εμπρός.
Σπρώχνω το βήμα πιο γοργά
να μην το κλέψει το αργά.
Πάλι νικά ο λογισμός,
ο απροσπέλαστος φρουρός
και λίθο ρίχνει στην καρδιά,
γιατί αμάρτησε βαριά.
Του πόθου ο αναστεναγμός
μένει να στέκεται βουβός
πάνω απ’ αγιάτρευτη πληγή,
που κάθε τόσο αιμορραγεί.
Κι αν η ελπίδα βλέπει φως,
σαν φευγαλέος κεραυνός,
λίγο αντέχει στη βροχή
και πάλι σβήνει και θρηνεί.
Χέρια μου άδεια από καιρό
κι όμως κουράγιο που να βρω
να δώσω φόρα στη ζωή,
αυτή που σκότωσα απ’ τα μη.
Σφίγγω τα δόντια με θυμό,
γιατί το μέλλον μου κενό.
Κρατώ στα στήθη μια πνοή.
Ίσως τη σώσει η προσμονή.
Τα ποιήματα συμπεριλαμβάνονται στο "Ανθολόγιο 2018", εκδόσεις Αιολικά Γράμματα, Αθήνα 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου