Έτος έκδοσης: 2020
Σελ.: 90
Εκδόσεις: Βακχικόν
Γράφει η Στέλλα Πετρίδου
Τι μπορεί να αποκαλύψει μια σιωπή; Τι μπορεί να απομονώσει ένας ήχος;
Τα πάντα και τίποτα, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ποίηση. Στην κρίση του καθενός είναι να αφουγκραστεί τη σιωπή, να ξεχωρίσει τον ήχο, να ταξιδέψει στα δικά του φεγγάρια, να ερμηνεύσει τα δικά του σκοτεινά μονοπάτια, να στοχαστεί τριγυρίζοντας στο πουθενά, να οραματιστεί βαδίζοντας στο άπειρο, να νικήσει μονομιάς το ανίκητο, να εδραιωθεί.
Αλήθεια, υπάρχει κέρδος από όλη αυτή τη φαινομενικά αόριστη κι αινιγματική ουτοπία; Φυσικά και υπάρχει. Διαφορετικά δε θα υπήρχε καν ποίηση.
«Ήχοι και σιωπές» τιτλοφορείται η πρώτη ποιητική συλλογή της Νικολέττας Αλεξάνδρου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν» και που περιλαμβάνει μια μίξη ποιημάτων από δύο άλλες ανέκδοτες ποιητικές της συλλογές, τις οποίες ευελπιστούμε να διαβάσουμε στο μέλλον.
Και ξεκινάμε παίρνοντας αρχικά στα χέρια μας το βιβλίο της. Την πρώτη μας ματιά κλέβει το εξώφυλλό του. Μα, φυσικά, είναι το πρώτο πράγμα που μας προκαλεί εντύπωση, πριν καν προλάβουμε να ξεφυλλίσουμε τη συλλογή. Ένας δρόμος. Μια γειτονιά. Φτωχική, θα λέγαμε, μιας κάποιας παλιάς εποχής. Σπίτια παντού, δεξιά κι αριστερά. Άνθρωποι ανέμελοι στο δρόμο, τον σπαρμένο με πέτρες. Ένα κάρο στην άκρη του αραγμένο. Μέρα ελαφρώς συννεφιασμένη. Και μέσα σ’ όλα αυτά δυο αυτοκίνητα «αμερικάνικα», σε χρώμα κατακόκκινο, να αποσπούν αμέσως την προσοχή, καθώς η γυαλιστερή υφή τους και η αντανάκλαση του ήλιου επάνω τους παρακινεί το βλέμμα μας να ακολουθήσει τη φανταχτερή εικόνα τους. Η διαφορετικότητα επιβλητική μέσα σε ένα τοπίο αυστηρά συνηθισμένο. Η ανισότητα σε όλο της το μεγαλείο. Ναι, αυτή είναι η πρώτη εντύπωση του εξωφύλλου της συλλογής.
Η ποιήτρια, σ’ αυτό εδώ το ποιητικό της ξεκίνημα, επιχειρεί να εδραιώσει το δικό της προσωπικό λογοτεχνικό στίγμα. Και το πετυχαίνει. Μέσα από τους στίχους της εμφανίζεται επιβλητική, βαθυστόχαστη, πολεμίστρια, αληθινή, ντόμπρα, αθυρόστομη, μα και τόσο, μα τόσο ευαίσθητη. Την απασχολεί εξ ολοκλήρου ο χρόνος, ο χρόνος που δε σταματάει ποτέ, που δεν εγκλωβίζεται, δεν εξορκίζεται.
«Τι πράγμα και αυτό!
Να εξορκίζεις τον χρόνο ζωγραφίζοντας παράθυρα…
Ο χρόνος όμως δεν εξορκίζεται,
… χαλιέται!» (Σελ. 9)
Ο άνθρωπος είναι ένα απλό υποχείριό του. Υπομένει την αδυναμία του και απλά ελπίζει να του συμπεριφερθεί φιλικά, συμπονετικά, όπως το ίδιο ελπίζει και για τους συνοδοιπόρους του στη ζωή. Όμως, η εικόνα γύρω του τον τρομάζει, τον εξοργίζει, τον αγανακτεί. Ο άνθρωπος έχει αλλάξει το πρόσωπό του. Γίνεται κάποιος άλλος, παραμορφώνεται, μεγαλοπιάνεται, απομονώνεται. Γίνεται έρμαιο των παθών του και των ανούσιων επιδιώξεών του. Κι έτσι φτάνουμε στην ανισότητα, στη φαγωμάρα, στην αλληλοεξόντωση, στην παρακμή.
«Με τέτοιο έλλειμμα χρόνου και όμως περνιούνται για αιώνιοι!
Αλληλοεξοντώνονται για να χτίσουν προσωπικές πυραμίδες» (Σελ. 11)
Η ποιήτρια προκαλεί τον αναγνώστη να σκεφτεί, να αναρωτηθεί, να προβληματιστεί. Φυσικά και είναι επιθυμητή η διαφορετικότητα. Όχι, όμως, η ανισότητα. Οφείλουμε να σεβόμαστε τον συνάνθρωπο, όχι να τον κατασπαράζουμε. Η αντίληψη πως όλα πρέπει να αποτελέσουν μια ομοιόμορφη μάζα πρέπει να απαλειφθεί. Η αξία του ανθρώπου έγκειται στη μοναδική, ξεχωριστή προσωπικότητά του.
«Ο σκηνοθέτης έκανε το κέφι του. Κάνε κι εσύ το δικό σου» (Σελ. 12)
Η εικόνα παρόλ’ αυτά μένει ίδια. Κι αυτό, γιατί ο άνθρωπος παρασύρεται, αντιγράφει κι αντιγράφεται. Κι έτσι, οδεύει σε λάθος μονοπάτια, σκοτεινά, αγχωτικά, υπόγεια, βασανιστικά, παρακμιακά. Ο άνθρωπος τρέχει και πάλι να προλάβει το χρόνο. Γιατί αυτό του μάθανε, αυτό θέλησε να πιστέψει για εκείνον, πως δεν έχει χρόνο, πως ο χρόνος για να κερδηθεί, πρέπει με πάσα θυσία να σταματήσει.
«μεγάλες κοιλιές δίπλα σε τραβηγμένα κρέατα και σιλικόνες.
… για να κερδίσουμε την ψευδαίσθηση!
… για ένα ανύπαρκτο Δέλτα χρόνου!» (Σελ. 18)
Κι έτσι το άγχος μεγαλώνει. Ο χρόνος γελάει, γιατί ποτέ δε χάνει. Γιατί οι στιγμές σκορπίζουν απροστάτευτες στους πέντε ανέμους, αφού κανείς δε θέλησε μες στη ζωή να τις αγγίξει. Όμως, η ποιήτρια φωνάζει. Πρέπει να λυτρώσει τον αναγνώστη, να τον ξυπνήσει από το λήθαργό του και να τον μάθει να ζει.
«Άσε αυτά και κοίταξε να μάθεις να ζεις.» (Σελ. 23)
«Κράτα τα λίγα.
Κράτα τα μακριά.
Κράτα τα χαμηλά.» (Σελ. 61)
Συμβουλευτική η ματιά της, μα και αισιόδοξη ενίοτε, όπως ταιριάζει σε μια ανήσυχη ψυχή, όπως είναι αυτή.
«Ελπίζω ότι στο αύριο θα ξυπνήσω καλύτερη!» (Σελ. 24)
Φυσικά, δεν πετάει στα σύννεφα. Γνωρίζει πολύ καλά πως στο παιχνίδι της ζωής νικητής ποτέ δεν είναι ο άνθρωπος. Παρόλ’ αυτά, επιχειρεί να τονίσει τη σημαντικότητα των στιγμών.
«Κοιτάς πίσω.
Έχεις καταφέρει, όμως, και πράγματα.» (Σελ. 25)
Ο φόβος, που τόσο πολύ ταλανίζει τον άνθρωπο, είναι και γι’ αυτήν άξιος λόγου. Δεν είναι εύκολο να προσπερνά κανείς τη ζωή μαχόμενος καθημερινά με το χρόνο. Κάποιος σίγουρα θα σκοντάψει και ξέρει πολύ καλά ποιος θα ’ναι αυτός. Το χειρότερο δε, είναι όταν η πάλη με το χρόνο και το φόβο γίνεται χωρίς τη συνδρομή βοήθειας. Η μοναξιά δεν αντιμετωπίζεται.
«Αυτό που δεν παλεύεται είναι να συνειδητοποιείς ότι ζεις με φαντάσματα.» (Σελ. 27)
«Ο φόβος της αρχής μεταλλάσσεται στο φόβο του τέλους!» (Σελ. 63)
«… Έτσι, καταλήγουμε, λοιπόν, ο ένας να ξεδιπλώνει την καρδιά του
και ο άλλος να ξετυλίγει τη μοναξιά του!» (Σελ. 65)
Η ποιήτρια δε φοβάται να εκφραστεί, ακόμα κι αν αυτό που θα πει, γνωρίζει πολύ καλά πως θα προκαλέσει αναστάτωση. Μήπως, όμως, τελικά, αυτό επιδιώκει; Γιατί η ποίηση δε γίνεται να μπαίνει σε καλούπια. Γιατί ακόμα κι αν μπαίνει, η σκέψη πρέπει να αφήνεται πάντοτε ελεύθερη για να προβάλει αυθεντική η αλήθεια της, για να διεισδύει ταχύτερα και αποτελεσματικότερα στη συνείδηση του αναγνώστη. Ο αναγνώστης θα το καταλάβει αυτό διαβάζοντας το ποίημα «ΣΗΜΕΡΑ» στη σελίδα 28, αλλά και το ποίημα «ΓΙΑΤΙ» στη σελίδα 40, το ποίημα «ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ» στη σελίδα 71, το ποίημα «DESPERADO» στη σελίδα 72, το ποίημα «Ο ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΞΥΠΝΙΟΣ» στη σελίδα 74.
Απότομος και σκληρός ο τρόπος γραφής της σε πολλά ποιήματά της, καθώς αφήνει αρκετά στην άκρη το ρομαντισμό της, που γνωρίσαμε στο ποίημα «ΣΤΗΝ ¨ΑΛΦΑ¨ ΚΑΙ ΤΟΝ ¨ΩΜΕΓΑ¨» της σελίδας 17, και μεταμορφώνεται σε μια στεγνή εκτελέστρια της ίδιας της ζωής. Στόχος της, φυσικά, η απότομη προσγείωση του αναγνώστη στο αποκαρδιωτικό σήμερα και στην ωμή πραγματικότητά του, μια πραγματικότητα που στο χέρι του είναι να τη βελτιώσει και να βγει νικητής από αυτήν ή αντίθετα να ηττηθεί.
«Ο ήχος της βροχής μπορεί να γίνει ένα κομμάτι ευτυχίας, αρκεί
να το θέλεις.» (Σελ. 32)
«Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν τα πράγματα είναι άσχημα.
Αυτό που μετράει είναι να έχεις τη δυνατότητα να ελπίζεις ότι θα
γίνουν καλύτερα.
Αυτό κάνει τη διαφορά..» (Σελ. 48)
«Μόνο οι πράξεις είναι αληθινές.
Αυτό πρέπει να το θυμάσαι μέρα νύχτα.» (Σελ. 78)
Οι απογοητεύσεις, όμως, έρχονται σωρηδόν και η θλίψη εδραιώνεται, πια, μόνιμα στις καρδιές των ανθρώπων. Η ποιήτρια μοιάζει να χάνει σιγά σιγά την πίστη της.
«Πώς να αντιμετωπίσεις κάτι, αν δεν το βλέπεις να έρχεται;» (Σελ. 43)
«Τι να προλάβεις, αν τα πάντα έχουν σημασία;» (Σελ. 60)
Η ποιήτρια καταπιάνεται και με τον αγγλικό στίχο. Σ’ αυτόν αντιλαμβανόμαστε και τη δεξιοτεχνία της στην έμμετρη και ομοιοκατάληκτη ποίησή της.
«I rather not behave,
I wish follow the wave,
the horizon is calling,
My resistance is falling. (Σελ. 14)
«The chains I wear,
the secret we share.
You burn in hell,
your flesh I smell.
and I sleep well!» (Σελ. 16)
«In the dark room you hide.
In the dark room you survive.
In the dark room souls cry.
In the dark room you do not ask why.» (Σελ. 69)
Έμμετρα και ομοιοκατάληκτα, φυσικά, δε γράφει μόνο στην αγγλική γλώσσα. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε κάποιος να πειραματιστεί και να πετύχει σε μια ξένη γλώσσα, αν δε δοκιμαστεί πρώτα στη μητρική του;
«Δώσ’ μου φως μου
το νόημα του κόσμου.
Πες μου χαρά μου
πόσα χωράει η καρδιά μου.» (Σελ. 17)
Απότομα εξελίσσεται σε ερωτική η ποίηση της Νικολέττας Αλεξάνδρου, χωρίς, όμως, να ξαφνιάσει ιδιαίτερα τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης, μην ξεχνάμε, πως έχει ανάγκη αυτή την αίσθηση τρυφερότητας, προκειμένου να ελαφρύνει κατά πολύ το βάρος της θλίψης του, να αποδιώξει τη σκοτεινιά του μυαλού του και να χαρίσει το χαμόγελο στο μαραμένο πρόσωπο της ψυχής του. Κι αυτή η διάθεση συνεχίζεται και στη σελίδα 37, στο δεύτερο μέρος της ερωτικής σκηνής, που η ίδια η ποιήτρια δημιούργησε, θέλοντας να τονίσει πως ακόμα και στον έρωτα το συναίσθημα χρειάζεται δύο. Πώς, δηλαδή, θα μπορούσε διαφορετικά να ανθίσει, αν η απόσταση δεν ήταν απλά μιλιομετρική; Κι εδώ κάνει πάλι αισθητή την παρουσία του ο χρόνος, εκείνος που ορίζει ποιο ακριβώς θα είναι το τέλος μιας ερωτικής ιστορίας.
Η σιωπή της ποιήτριας κραυγάζει σε όλα τα ποιήματα της συλλογής.
«Τι να κάνεις τις λέξεις που τον φόβο δεν ξορκίζουν;» (Σελ. 65)
Και φτάνουμε αισίως στα τελευταία της ποιήματα, τα οποία είναι καθαρά πεζοποιήματα. Σ’ αυτά η ποιήτρια επιχειρεί, πάντα με το δικό της ξεχωριστό ύφος, να περάσει ξεκάθαρα και συγκεντρωτικά τα μηνύματά της στον αναγνώστη: Τελικά, ο άνθρωπος ήταν, είναι και θα εξακολουθήσει να είναι εγκλωβισμένος μέσα στην αμφιβολία του. Ο χρόνος αναιρούσε, αναιρεί και θα αναιρεί τις όποιες επιλογές του. Κι αυτό, γιατί ο φόβος είναι αυτός που, δυστυχώς, επιβάλει και επιβάλλεται, εγκλωβίζοντας τους πάντες στην ασημαντότητα των πράξεών τους, απομονώνοντας τα σημαντικά και τα υπέροχα στην αγκαλιά των αναμνήσεων, των ονείρων και των απωθημένων ελπίδων.
Το «Ήχοι και σιωπές», της Νικολέττας Αλεξάνδρου είναι ένα βιβλίο που, παρότι πρωτόλειο, έχει πολλά να προσφέρει στον αναγνώστη διαβάζοντάς το. Ας είναι καλοτάξιδο!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Δεν μας ορίζουν όσα οι άλλοι κάνουν.
Δεν μας προσδίδουν ιδιότητες των αλλωνών οι υποθέσεις, οι
αντιλήψεις, τα λογικά τους άλματα (συνειδητά ή ασυνείδητα).
Η δική μας αλήθεια είναι οι δικές μας πράξεις.
Μας ορίζει το πώς φερόμαστε, όχι το πώς μας φέρονται… αυτό
ορίζει εκείνους!
Δεν αρνούμαι την πραγματικότητα των εύκολων συμπερα-
σμάτων, ούτε των κακόβουλων κακομοίρηδων.
Δεν θέλω να φτιάξω εγώ τον κόσμο αυτόν, θα ήταν ό,τι
πιο ανώριμο και αγαθό θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί.
Ένα μοντέλο με «κατασκευαστικό λάθος από το εργοστάσιο»
δεν το επισκευάζεις… το αποσύρεις!
Λίγα λόγια για την ποιήτρια, Νικολέττα Αλεξάνδρου:
Η Νικολέττα Αλεξάνδρου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία και σήμερα εργάζεται ως διοικητικό στέλεχος στον ιδιωτικό τομέα. Παράλληλα, εδώ και αρκετά χρόνια, δραστηριοποιείται και στη συγγραφή. Οι Ήχοι και σιωπές είναι η πρώτη της έκδοση, η οποία συμπεριλαμβάνει αποσπάσματα από δύο πιο πρόσφατες συλλογές της.
Πρώτη ανάρτηση: εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου