στο σπίτι μου το γκρίζο, που βάρυνε σιωπή.
Σε πόλη τσιμεντένια, που βράζει ο παλμός της,
απόμεινε ο καημός της να κλαίει στη βροχή.
Μονάχος, μοναξιά μου, και άνθρωπος κανένας,
απόμεινε ο ένας να κάνει για πολλούς
και στο θολό τοπίο, που φέγγει χαραμάδα,
εγχώρια συμπληγάδα σκοτώνει τους τρελούς.
Μονάχος, μοναξιά μου, δε θέλω Ισκαριώτες,
της τύχης μου προδότες φανήκανε πολλοί.
Μα τώρα, ρημαγμένος, ζητώ ν' αποδημήσω,
μήπως και ξεζουμίσω μια στάλα από ζωή.
Μονάχος στην ορφάνια ασάλευτος ξαπλώνω,
τη σκέψη μου απλώνω σ’ ουράνια αστροφεγγιά.
Γυρίζω το πλευρό μου, χαμόγελο μου σκάει,
τη σκέψη όταν κεντάει η δόλια μου καρδιά.
Μονάχος μες στη νύχτα σηκώνομαι και φεύγω,
μια χαραυγή να εύρω, μια νότα στο κενό.
Σε δρόμους ξεχασμένους ποιος τάχα να σαλέψει,
να ρθει και να σου γνέψει πως είσαι ζωντανός;
Σε πάρκο καταλήγω τσιγάρο να φουμάρω,
μήπως και βρω το φάρο που ψάχνω στη φυγή.
Στο κρύο το παγκάκι σκιά με παγιδεύει,
σαν κάτι μου γυρεύει κι ελπίζει να το βρει.
Στο σκοτεινό της βλέμμα δυο μάτια τρομαγμένα
φωνάζουν λυπημένα προβάλλοντας στο φως.
Τολμώ να τα ζυγώσω. Tο χάδι μου αφήνω
αυθόρμητα να γίνω δικός τους λυτρωμός!
Μονάχος, μοναξιά μου, δεν είμαι πια στ' αλήθεια,
τετράποδη συνήθεια μου κάνει συντροφιά.
Ο πιο πιστός μου φίλος όρκο βαρύ σηκώνει
πάντα να με κυκλώνει η δική του η αγκαλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου