Ήμουν μικρός και είχα όνειρα πολλά.
Ήμουν χαρτί λευκό μες σε λευκό λιβάδι
κι είχα στους ώμους μου καρπούς από φιλιά
και κάπου ανάμεσα μια χάντρα θαλασσιά.
Ήμουν χαμόγελο κι αγνάντευα στο φως.
Ήμουν αγέρας και στα σύννεφα πετούσα
και κάθε βήμα μου το έσπρωχνα εμπρός.
Και κάθε βήμα μου το ζήλευε ο καιρός.
Ήμουν η λέξη, η καυτή μες στην καρδιά.
Ήμουν η πράξη που ’χε ρίζα τη δροσιά μου,
μα όλη η συνήθεια μου κρυφή ανασαιμιά
κι όλη η πορεία μου πληγή και μαχαιριά.
Μεγαλωμένος στα βαθιά των στεναγμών
και προδομένος απ’ τα όνειρα της νιότης,
βρέθηκα μόνος στη φωλιά των εμπρησμών
κι έμεινα μόνος στη σκιά των σπαραγμών.
Στα δυο μου μάτια η φυγή στο πουθενά.
Στα δυο μου χέρια μια σακούλα από στάχτη
κι ένα αντίο να τρυπά τα σωθικά.
Κι ένα γιατί να μεγαλώνει τα κενά.
Τώρα οι μέρες ’γιναν μάταιο παρόν
κι εγώ στου τίποτα το σήμερα ρεμβάζω.
Και κάτι γράμματα που ’μειναν παρελθόν,
των γκρεμισμένων μου απ’ τα βάσανα παθών,
μέσα σε γράμματα ανεπίδοτα στοιβάζω.
Σ’ αυτά τα γράμματα μιλώ για τη ζωή,
γι’ αυτή την έρμη τη ζωή μου, την πλανεύτρα,
που ’χει στο αίμα μου φαρμάκι ποτιστεί
κι έγινε μοίρα και κατάντια μου μαζί.
Στέλλα Πετρίδου
Πρώτη δημοσίευση: εδώ
Πρώτη δημοσίευση: εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου