Ποιήτρια: Βίκυ Πρασίνου
Έτος έκδοσης: 2021
Σελ.: 72
Εκδόσεις: Άλφα Πι
Τα όσα κρύβει στο σεντούκι της η ψυχή δε φτάνει μια αιωνιότητα για να αποτυπωθούν στο χαρτί, δε φτάνουν οι λέξεις για να ζωγραφίσουν πλήρως το συναίσθημά τους, δεν αρκεί η αντοχή για να τα βάλει με τον πόνο τους, που προκύπτει από την αλήθεια που εγκλωβίζεται στο φόβο εντός τους. Κι έτσι επέρχεται το χάσμα γιγάντιο, αδάμαστο, σκοτεινό, να προκαλεί υπόνοιες, να σπέρνει ερωτηματικά, να γεμίζει ανασφάλειες, να οδηγεί στην τρέλα.
Σε μια ζωή επίγεια και φθαρτή η συνειδητοποίηση αυτής της αδυναμίας απομονώνει τον άνθρωπο, τον περιθωριοποιεί, καθώς του δημιουργεί μυριάδες ανασφάλειες. Η επιλογή της αντίδρασης συνίσταται ως η μόνη λύση για να εντοπιστεί το φως που κρύβεται πίσω από το τρομακτικό σκοτάδι ή έστω μια μικρή του σπίθα, ικανή, ωστόσο, να συντηρήσει την ελπίδα, απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη και τη διαιώνιση του δώρου της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μια τέτοια αντίδραση εντοπίζεται στην πρωτόλεια συγγραφική προσπάθεια της Βίκυς Πρασίνου, στην ποιητική της συλλογή που φέρει τον τίτλο «Κρύβομαι, Κυνηγώ, Κουτσαίνω» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άλφα Πι».
Συγκεκριμένα, η συλλογή της διακρίνεται σε τρία μέρη, όσες και οι λέξεις που συμπληρώνουν το τίτλο της.
Μέρος πρώτο: Κρύβομαι.
«Σ’ έκρυψα, σ’ έκρυψα, σ’ έκρυψα για τα καλά
και μετά άρχισε να σε φανερώνει χωρίς τη θέλησή μου
η μύτη ενός μολυβιού
καλά ξυσμένου στο ακόνι της απόγνωσης
κι ενός στοιχειωμένου τετραδίου
το τσαλακωμένο φύλλο.
Βρεγμένο πια από τα δάκρυα των λέξεων.» (Σελ. 14)
Η ποιήτρια παρατηρεί πως τίποτα δε μπορεί να μείνει για πάντα κρυφό και φυλακισμένο στη σκοτεινιά του χρόνου, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το ίδιο μας το εγώ. Γιατί το εγώ είναι αυτό που διαρκώς παρενοχλεί τη σκέψη όταν αποζητά την ηρεμία της σιωπής, αυτό που αφήνεται ελεύθερο τα βράδια στην αγκαλιά των ονείρων, αυτό που παρασύρεται ενστικτωδώς από τον άνεμο της προσδοκίας. Μοναξιά είναι η κατάληξη της ήττας, μια διαρκής φυλακή των παθών που πια δε μπορούν να ανθίσουν και να αντικρύσουν το φως της ανάστασης, όσο κι αν ο πόθος ακόμα προτρέπει στην τόλμη, αισιοδοξεί και αντιστέκεται. Ο φόβος, όμως, είναι ένας ισχυρός αντίπαλος, κατοικεί στο σκοτάδι, στοιχειώνει τη λογική και χτυπά με ορμή στην αχίλλειο πτέρνα της.
«Φοβάμαι το σκοτάδι.
Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί
από το βλέμμα του τυφλού.
Σκέψεις ανομολόγητες,
επιθυμίες σακατεμένες,
ενοχές ξάγρυπνες
ξεφεύγουν από τα άυλα δεσμά τους
κι αποκτούν υλική υπόσταση.» (Σελ. 18)
Τύψεις παρατηρεί να συνοδεύουν την ήττα, γιατί στα λάθη υπέκυψε και τη χαρά να νικήσει τον πόνο απέτρεψε. Η ελπίδα, όμως, δείχνει πως ακόμα αντιστέκεται. Πιστή συντροφιά στη σκέψη καρτερεί τη στιγμή την στερνή που θα φέρει ξανά στην γκρεμισμένη ζωή την ανάσταση.
«Βλέπω ένα φίδι να κατασπαράζει ένα αλογάκι της Παναγίας.
Βλέπω μια ελπίδα να μυρίζει δυο ερωτευμένες τουλίπες.
Ν’ ανασταίνεται…» (Σελ. 24)
Ωστόσο, η ποιήτρια επισημαίνει πως για να ορθώσει η δύναμη της αλλαγής το ανάστημά της, απαραίτητος είναι ο κινητήριος μοχλός της θέλησης, εκείνος που θα σταθεί ικανός να αποδιώξει τον φόβο του κινδύνου που εξουσιάζει το μυαλό υποβάλλοντάς το σε διαρκή απραξία.
«Δε δαμάζεται εύκολα
η μοίρα πρωτόγονου ζώου
σαν το κλείνεις μέσα στις σκιές.
Μόνο κάτω απ΄ το φως του ήλιου
ελευθερώνεται η ψυχή του.» (Σελ. 35)
Μέρος δεύτερο: Κυνηγώ.
«Κυνηγώ κάτι σπάνιο.
Ν’ αδράξω μια κατάφαση μέσα στις αρνήσεις.
Ένα μικρό «ναι» πλασμένο από φως
και υλικά αποδοχής.» (Σελ. 31)
Η ευτυχία, θα διαβάσει ο αναγνώστης, είναι ένας διαρκής αγώνας διεκδίκησης. Είναι ένας μαραθώνιος δρόμου που, όχι, δε στερείται εμποδίων, δεν είναι ανθόσπαρτος και δεν τερματίζεται εύκολα. Προϋποθέτει δύναμη, πείσμα, επιμονή, υπομονή, αντοχή και, φυσικά, θέληση. Αρκεί, βέβαια, η εικόνα της να σταθεί αλώβητη, ώστε να απαλύνει τον πόνο της προσπάθειας και τις πληγές που ο χρόνος στο διάβα της προξένησε.
«Ένα καλοκαίρι.
Με δάκρυα από μαστιχόδεντρα,
με σφουγγάρια από κοράλλι
να σβήσει σιγά σιγά
όλους τους δωδεκάμηνους χειμώνες μου.» (Σελ. 33)
Η ποιήτρια παρατηρούμε να διακατέχεται από μια εξομολογητική διάθεση. Μιλά για τις δικές της ελπίδες, για τα δικά της όνειρα, για τον δικό της αγώνα επιβίωσης, που, όπως αφήνει να εννοηθεί, είναι κι εκείνα όλα ποτισμένα με δάκρυ και πόνο. Ωστόσο, η ίδια επιμένει να μάχεται παραβλέποντας τα εμπόδια που στήνουν στο διάβα της ο φόβος, η απογοήτευση, η απόγνωση και οραματίζεται με σθένος τη λύτρωσή της. Φυσικά και προβλέπει στο μέλλον μια βαριά τιμωρία για όλους όσους τολμούν να πάνε κόντρα στη μοίρα τους, που δεν αποθαρρύνθηκαν από τις κακουχίες, αντιθέτως διεκδίκησαν και κατέλαβαν δικαίως μια θέση στην ευτυχία. Η συνειδητοποίηση της κατάκτησής της συνιστά παρόλ’ αυτά τη μεγαλύτερη των πάντων επιτυχία.
«Δεν κυνηγώ πια την ευτυχία σε λάθος μέρη.
Είναι εδώ…
Κάθε φορά που θέλω να τη νιώσω,
Ανοίγω τη ντουλάπα μου.
Και σαν φοράω το παλιό μου πανωφόρι…
Φοράω εσένα…» (Σελ. 39)
Όσο για εκείνους που τράβηξαν λάθος μονοπάτια η ποιήτρια διακρίνει μια θλίψη στα μάτια τους, συνώνυμο της νεκρής ζωής που καλούνται να βιώσουν.
«Δακρύζουν κάθε ξημέρωμα
προσπαθώντας να μετρήσουν
μια ακόμα μέρα
νεκρής ζωής.» (Σελ. 41)
Η αγωνία της ποιήτριας κορυφώνεται, όταν ο αγώνας της γίνεται αντιληπτός. Μιλά για το δόλο που διακατέχει το πλήθος που επιθυμεί να ισοπεδώσει το διαφορετικό επιβάλλοντας σχεδόν με το ζόρι τη μονοτονία της πλήξης της διαρκούς απραξίας. Έπειτα, μιλά για μνήμες που, ως σκληρό κατηγορητήριο, επιβάλουν την τιμωρία τους στους δειλούς διαβάτες αυτής της ζωής.
«Μα μην ελπίζεις κι εσύ
στη σκουριά μιας ανόητης λήθης.» (Σελ. 46)
Μέρος τρίτο: Κουτσαίνω.
Στο μέρος αυτό ο αναγνώστης θα έρθει αντιμέτωπος με τα θεατά προβλήματα της καθημερινότητας. Η ποιήτρια γίνεται πιο συγκεκριμένη, τολμώντας να εστιάσει στις συνέπειες που οδηγούν τα μακροχρόνια λάθη ή και οι από αμέλεια και αδιαφορία παραλείψεις του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό γίνεται και περισσότερο επικριτική.
Όταν η ελπίδα παύει να φιλοξενείται στα όνειρα, τότε η ζωή χάνει το πραγματικό νόημα της ύπαρξής της. Γίνεται εχθρική, σκοτεινιάζει και αλλοιώνει την όψη της. Οι πληγές που δημιουργούνται πολλές. Ενδεικτικά, η ποιήτρια στέκεται στους αόρατους αυτής της γης, σ’ αυτούς που καταδικάστηκαν σε ζωντανό θάνατο, γιατί δεν κατάφεραν να δαμάσουν το όνειρο, να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην αληθινή ευτυχία, γιατί πολύ γρήγορα παραιτήθηκαν από την διεκδίκηση του θείου δώρου που τους προσφέρθηκε, του δώρου της υγιούς και δίχως ανταλλάγματα ζωής.
«Κουρελιασμένο το νοικοκυριό του
μέσα σε μια χαλασμένη βαλίτσα
που δεν κλείνει ποτέ.
Του κλήρωσε η ζωή για λαχνό
το φωτοβόλο ύπνο των αστεριών.» (Σελ. 51)
Ακόμα κι εκείνοι που βρίσκονται ένα βήμα πριν την ολοκλήρωση της αποστολής τους στην επίγεια ζωή, αποκαμωμένοι από τον κακοτράχαλο βίο τους, παρατηρούνται να αναπολούν τις φωτεινές τους στιγμές, εκείνες που άφησαν να χαθούν μαζί με την ξεγνοιασιά της παιδικής τους αθωότητας.
«Μια τελευταία πνοή
ενωμένη για πάντα με την ξεγνοιασιά.» (Σελ. 55)
Πρόκειται για τους ανώνυμους αυτής της γης, που βρίσκουν πάντα ανώνυμο θάνατο, μιας και δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν επώνυμοι. Χάνοντας την πίστη τους για ένα θαύμα, επέτρεψαν να ανταμωθούν ταχύτερα με τον θάνατο. Εφιαλτική σιγή η κατάληξη που στοιχειώνει τη μνήμη, κυριεύει τα όνειρα και παγιώνει τη θλίψη.
Η απόγνωση της ποιήτριας είναι έκδηλη. Ωστόσο, ενδόμυχα επιθυμεί την αντίδραση. Απλώνει τα χέρια της προκλητικά και απαιτεί βοήθεια.
«Να έρθεις σύντομα» (Σελ. 61)
Η ευχή της στέκεται μοναδική.
«Το παρελθόν ας μη θυμάται άλλο» (Σελ. 66)
Ποίηση υπαρξιακού προβληματισμού και φιλοσοφικής αναζήτησης, συμβολική, αρκετά ειρωνική και δραματική, γεμάτη εικόνες, μυρωδιές και ήχους που ταράσσουν τον ψυχισμό του αναγνώστη με σκοπό τον προβληματισμό και την αντίδρασή του. Παρόλο που η θλίψη και η μελαγχολία κυριαρχούν σε ολόκληρη τη συλλογή, αφήνεται, ωστόσο, μια μικρή χαραμάδα ελπίδας για να μπορεί να αναπνέει η ζωή, να ομορφαίνει στο όνειρο, να διεκδικεί την βελτίωσή της και να κυνηγά με πάθος την ευτυχία της.
Δοσμένη σε ελεύθερο στίχο, εκτενής στα περισσότερα τολμήματά της και πολυσέλιδη, καταφέρνει να γίνεται προτρεπτική, δυναμική και διεκδικητική. Η ποιήτρια παρουσιάζοντάς μας μια μεστή και καθαρή από κάθε άποψη ποιητική ματιά, καθρεφτίζει στο μέγιστο τον συναισθηματικό της κόσμο και σφραγίζει, από την πρωτόλεια κιόλας προσπάθειά της, το ιδιαίτερο προσωπικό της ποιητικό ύφος που αισιοδοξούμε να εντοπίσουμε σύντομα και σε μελλοντικά της έργα.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Κρύβομαι…
Γύρω μας υπάρχουν αθέατες πλευρές πραγμάτων που είναι δύσκολο να τις αντιληφθούμε. Από συνειδητή ή υποσυνείδητη ανάγκη, από ένστικτο ή από φόβο ο άνθρωπος έχει συνηθίσει να καλύπτει στο σκοτάδι συναισθήματα ή βιώματα, αλλά και να κρύβεται ο ίδιος από τους άλλους θέλοντας να αποφύγειδυσάρεστες καταστάσεις. Άλλοτε πάλι, αγωνίζεται να ξεφύγει από σκοτάδια επιβεβλημένα που τον εμποδίζουν να φθάσει στην αυτογνωσία και αυτοβελτίωση.
Κυνηγώ…
Κυνηγάμε επιθυμίες, στόχους, όνειρα που προσπαθούμε να κατακτήσουμε, αλλά στην πλειονότητά τους αποδεικνύονται ανέφικτα. Καμιά φορά όμως και οι ίδιοι ζούμε καταδιωκόμενοι από εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες και εφιαλτικές καταστάσεις π.χ. από τις βασανιστικές αναμνήσεις, τις εμμονές, την αδικία, την ενοχή, το φόβο της τιμωρίας.
Κουτσαίνω…
Σε αυτή την ποιητική ενότητα απεικονίζονται σε μεταφορικό επίπεδο προβλήματα της ατομικής και συλλογικής ζωής που καθιστούν «χωλή» την καθημερινότητα του ανθρώπου όπως η μοναξιά, η κατάθλιψη, η αρρώστια, η προσφυγιά, το ζήτημα των αστέγων.
Το κρυφτό, κυνηγητό, κουτσό που κάποτε παίζαμε ως παιδιά μεγαλώνοντας η ζωή μάς τα επιφυλάσσει σε κάθε μας βήμα…
Βάζοντας εκείνη τους όρους του παιχνιδιού…
Λίγα λόγια για την ποιήτρια, Βίκυ Πρασίνου:
Η Βίκυ (Ευδοκία) Πρασίνου γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τα Ψαρά.
Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε για είκοσι χρόνια στον τομέα της ιδιωτικής εκπαίδευσης ως καθηγήτρια γλώσσας και λογοτεχνίας. Παράλληλα, συντονίζει μικρές ομάδες δημιουργικής γραφής για παιδιά. Εδώ και πολλά χρόνια γράφει ποίηση. Ασχολείται επίσης με τη ζωγραφική, τη βυζαντινή αγιογραφία και τη φωτογραφία συμμετέχοντας με έργα της σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις. Η παρούσα έκδοση αποτελεί την πρώτη ποιητική της συλλογή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου