Άπλωνε τ’ όνειρο μες στης αυγής το κάρμα
κι άνεμο γύρευε για να το φέρνει βόλτα
εκεί, που η φωλιά του λογισμού
δεν πρόφταινε το όχι του να ορθώσει.
Τη μέρα το ’λουζε με φως και το ’χρηζε ελπίδα
και με χαμόγελο πλατύ καμάρωνε,
γιατί τ’ όνειρο, πια, όνειρο δεν τ’ άφηνε.
Στη μέση του μεσημεριού δίχως ντροπή
γλυκό φιλί του φόραγε στα χείλη του με πόθο
κι ευχή το πότιζε να δροσιστεί. Ώρα καλή!
Κι η προσευχή της διαταγή,
να ’χει ταξίδι μακρινό το διάβα του
με θησαυρούς ένα σωρό, σωρό στιγμές,
γεμάτες γέλιο και χαρές μοναδικές,
μνήμες μελλοντικές με άρωμα από δυόσμο.
Κι έπειτα γλένταγε αγέρωχα το δείλι
κι έλαμπε ολάκερη σαν τ’ Αύγουστου φεγγάρι
πάνω στο πέπλο τ’ ουρανού της τ’ ακριβού.
Μοναδική. Δώρο στη γη.
Κι ήταν ολάνθιστη η δίψα και η ζάλη.
Κι όπως τη σκέπαζε η νύχτα κι η σιωπή,
κείνη καλούσε τις ψυχές να κυριεύσει.
Σε κάθε αντάρτικη του πόθου προτροπή,
με σύντροφο τη θάλασσα, χρυσή πηγή,
γεννούσε τ’ όνειρο ξανά απ’ την αρχή.
Γυναίκα ήτανε, θα πεις,
κι ήταν ολόιδια η πιο όμορφη ζωή.
Στέλλα Πετρίδου
Από την ποιητική της συλλογή "Έλα ξανά", εκδόσεις "Βακχικόν"
Από την ποιητική της συλλογή "Έλα ξανά", εκδόσεις "Βακχικόν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου