Κι
ύστερα ρώτησα την ψυχή μου,
«γιατί
πονάς όταν ανοίγεσαι;
Δεν
ανασαίνεις στην αλήθεια,
δε
χαλαρώνεις όταν αφήνεσαι;»
Ελευθερία
μοιάζει η φυγή
κι
ο νους γυμνός που ταξιδεύει,
που
παίρνει σάρκα στη σιωπή
κι
όπου πατά, η γη χορεύει.
Κι
ύστερα άγγιξα την ψυχή μου
κι
εκείνη τρόμαξε κι έκανε πίσω
κι
ούτε που ανάσανε από το φόβο.
Χάρη
μου ζήτησε να την αφήσω.
Σε
μια γωνιά μαρτυρική,
που
η παγωνιά του νου θολώνει,
στέκεται
μόνη, σκυθρωπή
κι
απ’ την ορφάνια της κρυώνει.
Μα
αν έτσι κλείδωσε η ψυχή μου
κι
έμεινε μόνη, τι να ρωτήσω,
«αμπαρωμένη,
γιατί μου κρύβεσαι;»
αφού
μου ζήτησε να την αφήσω.
Βράδυ,
σκοτάδι κι η ερημιά
με
ένα καιρό βαρύ και ξένο,
δάκρυ
ο πόνος της αργοκυλά
σαν
ένα σύννεφο παρατημένο.
Νερό
και χώμα σκορπά η ζωή,
μα
η ομορφιά πάντα επιμένει,
κι
είναι τα μάτια της η αφορμή
που
η αλήθεια της δεν πάει χαμένη.
Σκύβω
μπροστά της, «Ψυχή μου, κράτα!
Κι ας μου πληγώνεσαι,
βαθιά αγάπα!»
Το ποίημα "Επιμονή" απέσπασε τιμητική διάκριση στο 12ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος - Ποίησης της λογοτεχνικής - συγγραφικής ομάδας "Ιδεόπνοον", Αθήνα, 30 Ιουνίου 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου